Μου είπε πως την έλεγαν Χλόη Β'



Μου είπε πως την έλεγαν Χλόη, και πως της άρεσαν τα καμμένα τοπία γύρω απ’ τα ηφαίστεια, οι άσπρες κιμωλίες στα χέρια των παιδιών που σχημάτιζαν τη γραμμή του τέλους.

Λες να ήταν η γυναίκα της ζωής μου… Φώναζε με τη ντουντούκα ο τελάλης στα καφενεία των νησιών.

Στο πλάι μου ένα ματσάκι αγριόκρινα… Μέσα απ’ το κορίτσι που αγαπάς, φτάνεις τη φύση… 
Απ’ το πιο μικρό το πιο στενό δρομάκι πας πιο γρήγορα παντού.

Τίποτα πιο όμορφο… ένα κεφάλι, ένα στέρνο, λίγα μαλλιά και δυό χέρια με όμορφα δάχτυλα.

Κι έτσι όπως κρέμεται στον τοίχο ο σοβάς, μοιάζει αέρα πρωινού που λυγά τις φορτωμένες κερασιές στο λιβάδι με τα βοτάνια και τις μυρωδιές. Το πρόσωπό της Χλόης έμοιαζε με θέρος και με νύχτα… ούτε καν σαν όνειρο.

Ήθελα να την αγαπήσω μα το πρόσωπό της ήταν γυμνό… σιωπηλό.. ίσως την αγάπησα λίγο χθες στις βραδινές σκιές που κουρασμένες απ’ τον ήλιο του μεσημεριού μου γνέφαν πως ήταν ώρα να πηγαίνουν πια.

Τελευταίο βράδυ…σίγουρα… Σαν χείλη με γεύση από νεράντζι… και μυρωδιάς λουλουδιού στο άγγιγμα της σταγόνας της πρώτης βροχής.

Έτσι όπως την κοιτούσα δεν μου έλειπε για μια στιγμή τίποτα… ούτε ονόματα, ούτε αισθήσεις, ούτε λέξεις… ούτε καν οι τρικυμίες του Βισκαικού… και το απαλό δάγκωμα της τίγρης.

Ήταν ήλιου αχτίνα που κεντούσε με φως τον καμβά των πόθων που μείναν κρυμμένοι στον πάτο του παλιού πηγαδιού.

Του απύθμενου.


Αφιερωμένο στον ιστό της αγάπης, του έρωτα.

Σ' αυτόν τον ακατάπαυστα και ακούραστα πλεγμένο ιστό. Τον ιστό τον άπλεκο.

Στ' αδράχτι που θα μείνω να υφαίνω, ώσπου να κουραστεί το φως το άσβεστο.... και σβήσει


Γιώργος Χρηστάκης
SHARE

Γιώργος Χρηστάκης

Welcome.

  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου