• ΣΤΟΧΟΣ – ΣΚΟΠΟΣ
• ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
• ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
• ΜΕΘΟΔΟΣ – ΟΜΑΔΑ ΣΤΟΧΟΣ
Κατά την διάρκεια των Παραολυμπιακών αγώνων της Αθήνας τον Σεπτέμβρη του 2004, προέκυψε να παρακολουθώ έναν αγώνα ποδοσφαίρου τυφλών.
Το γήπεδο ήταν κατάμεστο από ένα ενθουσιώδες κοινό. Οι αγώνες ποδοσφαίρου τυφλών έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες μεταξύ των οποίων και μία εξαιρετικά χαρακτηριστική. Επειδή όπως είναι φυσικό τα άτομα με προβλήματα όρασης δεν μπορούν να έχουν οπτική επαφή με τη μπάλα (το αντικείμενο του παιχνιδιού), τοποθετούν μέσα σ’ αυτήν ένα κουδουνάκι που παράγει αρκετό ήχο ώστε να αντιλαμβάνονται το σημείο που κάθε φορά βρίσκεται και να οδηγούνται προς αυτό για να την διεκδικήσουν και να αποκτήσουν την κατοχή της.
Το παιχνίδι άρχισε κι όλα πήγαιναν καλά για την Ελληνική ομάδα. Κάποια στιγμή μάλιστα απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα στο σκορ έναντι της αντιπάλου ομάδας. Το κοινό άρχισε να παραληρεί και να παράγει έναν εκκωφαντικό θόρυβο που σαφώς επεσκίαζε και εξαφάνιζε τον ήχο του κουδουνίσματος της μπάλας, με αποτέλεσμα να επικρατήσει τέτοια σύγχυση στους παίκτες που δεν επέτρεπε την συνέχιση του παιχνιδιού.
Κατά την διάρκεια των Παραολυμπιακών αγώνων της Αθήνας τον Σεπτέμβρη του 2004, προέκυψε να παρακολουθώ έναν αγώνα ποδοσφαίρου τυφλών.
Το γήπεδο ήταν κατάμεστο από ένα ενθουσιώδες κοινό. Οι αγώνες ποδοσφαίρου τυφλών έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες μεταξύ των οποίων και μία εξαιρετικά χαρακτηριστική. Επειδή όπως είναι φυσικό τα άτομα με προβλήματα όρασης δεν μπορούν να έχουν οπτική επαφή με τη μπάλα (το αντικείμενο του παιχνιδιού), τοποθετούν μέσα σ’ αυτήν ένα κουδουνάκι που παράγει αρκετό ήχο ώστε να αντιλαμβάνονται το σημείο που κάθε φορά βρίσκεται και να οδηγούνται προς αυτό για να την διεκδικήσουν και να αποκτήσουν την κατοχή της.
Το παιχνίδι άρχισε κι όλα πήγαιναν καλά για την Ελληνική ομάδα. Κάποια στιγμή μάλιστα απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα στο σκορ έναντι της αντιπάλου ομάδας. Το κοινό άρχισε να παραληρεί και να παράγει έναν εκκωφαντικό θόρυβο που σαφώς επεσκίαζε και εξαφάνιζε τον ήχο του κουδουνίσματος της μπάλας, με αποτέλεσμα να επικρατήσει τέτοια σύγχυση στους παίκτες που δεν επέτρεπε την συνέχιση του παιχνιδιού.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί ο αγώνας και οι οργανωτές να απευθύνουν απεγνωσμένες εκκλήσεις από τα μεγάφωνα του γηπέδου προς τους θεατές, για την αποκατάσταση της ησυχίας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η συνέχεια του παιχνιδιού.
Είναι φανερό πως το κοινό μεταφέρθηκε σε πλαίσιο ενός συνηθισμένου αγώνα ποδοσφαίρου, μεταφέροντας τις συνήθεις αντιδράσεις, συμπεριφορές και λειτουργίες από το πλαίσιο αυτό στο νέο που είχε μπροστά του. Εξαλείφεται δηλ. στη συνείδηση του κοινού το πρόβλημα όρασης των αθλητών, τους οποίους αντιμετωπίζουν απλώς ως αθλητές που αγωνίζονται.
Η εμφάνιση και ανάπτυξη τέτοιου ενθουσιασμού, υποδηλώνει και εξηγεί την εξαφάνιση του αρχικού «μουδιάσματος» και της επιφυλακτικότητας που ενδεχομένως υπήρχε πριν τον αγώνα εξ’ αιτίας του προβλήματος της όρασης των αθλητών. Κι όλα αυτά μέσα από την οπτική επαφή και μόνο της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Εδώ έχουμε ενεργοποίηση της κυρίαρχης αναπαράστασης.
Στόχος και προβληματισμός:
• Είναι τελικά εφικτό και δυνατό να τροποποιηθεί η Κοινωνική Αναπαράσταση για τις διάφορες κατηγορίες ατόμων με αναπηρία, μέσα από την παρακολούθηση, και μόνο, της ανάπτυξης δραστηριοτήτων – δεξιοτήτων που ως τώρα δεν είχαμε ποτέ γνωρίσει; (π.χ. παράσταση χορού από άτομα με αναπηρία και μη σε θεατρική σκηνή στα πλαίσια φεστιβάλ με διάφορες ομάδες χορού). Χωρίς μάλιστα την παρεμβολή η επιρροή αναλύσεων, επεξηγήσεων, διαλέξεων η περιγραφών προφορικών η γραπτών γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα.
• Μπορεί να έχει διάρκεια και από τι θα εξαρτηθεί αυτή;
• Μπορεί να γενικευθεί;
• Μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την ανάδυση μιας νέας Κοινωνικής Αναπαράστασης;
• Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο «υποψιασμένο» και στο «ανυποψίαστο» κοινό όσον αφορά το κίνητρο δημιουργίας ισχυρής Κοινωνικής Αναπαράστασης.
• Πότε το «ανυποψίαστο» κοινό παύει να είναι «ανυποψίαστο» και μέσα από ποιες διεργασίες;
• Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
• Τι συνέπειες μπορεί να έχει; (π.χ. πρόσκληση ατόμου με αναπηρία για ισότιμη συμμετοχή του βάσει του αποτελέσματος που έχει επιτύχει, από ομάδα επαγγελματιών για την περάτωση κάποιας δραστηριότητας – έργου)
• Πότε το «αποτύπωμα κίνητρο» είναι ισχυρότερο, αφομοιώνεται ευκολότερα ;
Α) Όταν στην ομάδα στόχο των δέκα (10) ατόμων τα πέντε (5) είναι με και τα άλλα πέντε (5) χωρίς αναπηρία ;
Είναι φανερό πως το κοινό μεταφέρθηκε σε πλαίσιο ενός συνηθισμένου αγώνα ποδοσφαίρου, μεταφέροντας τις συνήθεις αντιδράσεις, συμπεριφορές και λειτουργίες από το πλαίσιο αυτό στο νέο που είχε μπροστά του. Εξαλείφεται δηλ. στη συνείδηση του κοινού το πρόβλημα όρασης των αθλητών, τους οποίους αντιμετωπίζουν απλώς ως αθλητές που αγωνίζονται.
Η εμφάνιση και ανάπτυξη τέτοιου ενθουσιασμού, υποδηλώνει και εξηγεί την εξαφάνιση του αρχικού «μουδιάσματος» και της επιφυλακτικότητας που ενδεχομένως υπήρχε πριν τον αγώνα εξ’ αιτίας του προβλήματος της όρασης των αθλητών. Κι όλα αυτά μέσα από την οπτική επαφή και μόνο της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Εδώ έχουμε ενεργοποίηση της κυρίαρχης αναπαράστασης.
Στόχος και προβληματισμός:
• Είναι τελικά εφικτό και δυνατό να τροποποιηθεί η Κοινωνική Αναπαράσταση για τις διάφορες κατηγορίες ατόμων με αναπηρία, μέσα από την παρακολούθηση, και μόνο, της ανάπτυξης δραστηριοτήτων – δεξιοτήτων που ως τώρα δεν είχαμε ποτέ γνωρίσει; (π.χ. παράσταση χορού από άτομα με αναπηρία και μη σε θεατρική σκηνή στα πλαίσια φεστιβάλ με διάφορες ομάδες χορού). Χωρίς μάλιστα την παρεμβολή η επιρροή αναλύσεων, επεξηγήσεων, διαλέξεων η περιγραφών προφορικών η γραπτών γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα.
• Μπορεί να έχει διάρκεια και από τι θα εξαρτηθεί αυτή;
• Μπορεί να γενικευθεί;
• Μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την ανάδυση μιας νέας Κοινωνικής Αναπαράστασης;
• Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο «υποψιασμένο» και στο «ανυποψίαστο» κοινό όσον αφορά το κίνητρο δημιουργίας ισχυρής Κοινωνικής Αναπαράστασης.
• Πότε το «ανυποψίαστο» κοινό παύει να είναι «ανυποψίαστο» και μέσα από ποιες διεργασίες;
• Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
• Τι συνέπειες μπορεί να έχει; (π.χ. πρόσκληση ατόμου με αναπηρία για ισότιμη συμμετοχή του βάσει του αποτελέσματος που έχει επιτύχει, από ομάδα επαγγελματιών για την περάτωση κάποιας δραστηριότητας – έργου)
• Πότε το «αποτύπωμα κίνητρο» είναι ισχυρότερο, αφομοιώνεται ευκολότερα ;
Α) Όταν στην ομάδα στόχο των δέκα (10) ατόμων τα πέντε (5) είναι με και τα άλλα πέντε (5) χωρίς αναπηρία ;
Β) Όταν τα δύο (2) είναι αναπηρία και τα οκτώ (8) χωρίς ;
Γ) Όταν τα δύο (2) είναι χωρίς αναπηρία και τα οκτώ (8) με αναπηρία;
• Ποιες στρατηγικές πρέπει να χρησιμοποιήσουν «αυτές» οι ομάδες (όπως η δική μας «ομάδα στόχος» που μπορούν να ενταχθούν στα πλαίσια της θεωρίας της Κοινωνικής Επιρροής των Ενεργών Μειονοτήτων) Mugny (1975), προκειμένου να τροποποιήσουν τις κυρίαρχες Κοινωνικές Αναπαραστάσεις; Moscovici και Ricateau (1972),
• Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της «ενεργούς σύγκρουσης», που θα επιτευχθεί;
• Μπορεί μια κοινωνική ομάδα να καθορίσει μόνη της τα κριτήρια μέσα από τα οποία θα καθορισθεί η σχέση της με τις άλλες ομάδες;
Γ) Όταν τα δύο (2) είναι χωρίς αναπηρία και τα οκτώ (8) με αναπηρία;
• Ποιες στρατηγικές πρέπει να χρησιμοποιήσουν «αυτές» οι ομάδες (όπως η δική μας «ομάδα στόχος» που μπορούν να ενταχθούν στα πλαίσια της θεωρίας της Κοινωνικής Επιρροής των Ενεργών Μειονοτήτων) Mugny (1975), προκειμένου να τροποποιήσουν τις κυρίαρχες Κοινωνικές Αναπαραστάσεις; Moscovici και Ricateau (1972),
• Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της «ενεργούς σύγκρουσης», που θα επιτευχθεί;
• Μπορεί μια κοινωνική ομάδα να καθορίσει μόνη της τα κριτήρια μέσα από τα οποία θα καθορισθεί η σχέση της με τις άλλες ομάδες;
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Οι ανθρώπινες σχέσεις είτε αναφέρονται σε διαπροσωπικό επίπεδο, είτε αφορούν τις σχέσεις δύο η περισσοτέρων κοινωνικών ομάδων, βασίζονται στις Κοινωνικές Αναπαραστάσεις.
Σε οποιαδήποτε αναφορά μας για ό,τιδήποτε και σε οποιαδήποτε κριτική μας για ό,τιδήποτε, ενεργοποιούμε κάποιες κοινωνικές αναπαραστάσεις: υπάρχουν δηλαδή σε μας από πριν ορισμένες «προκατασκευασμένες ιδέες, που οδηγούν σε ορισμένα διανοητικά σχήματα, στη «γνώση» δηλαδή που έχουμε για την υπό συζήτηση ομάδα, κατάσταση, κατηγορία κ.λ.π.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις δεν έχουν μια συστηματική δομή, αλλά συγκροτούνται από διάφορα εννοιολογικά τμήματα που συνδέονται και αλληλεπιδρούν με πολλούς και διάφορους τρόπους μεταξύ τους. Εν κατακλείδι παρουσιάζονται με σταθερότητα και συνέπεια σαν παράγωγα της ανθρώπινης επικοινωνίας , που στην δική μας μελέτη δεν θα είναι μόνο λεκτική όπως έχουμε συνηθίσει ως τώρα, μα τα κύρια στοιχεία που θα καθορίζουν την δυναμική της θα είναι εξωλεκτικά στοιχεία (κίνηση, έκφραση και ό,τι άλλο).
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις έχουν όμως και ατομικό χαρακτήρα αφού συμμετέχουν δυναμικά και αποφασιστικά στην διαμόρφωση και λειτουργία της κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας, με τη μορφή ιδεών, εννοιών και κινήτρων , μετατρέποντας την ατομική συμπεριφορά σε συλλογική πρακτική, σε συλλογικά συναισθήματα.
Οι αναπαραστάσεις είναι διάχυτες, ευμετάβλητες και διατελούν σε συνεχή κίνηση.
Είναι βέβαιο πως η αναπαράσταση για τα ΑμεΑ για την γενιά της προηγούμενης εικοσαετίας απέχει μάλλον αρκετά από την αναπαράσταση που έχουν οι σημερινές γενιές κι αυτό, γιατί το γνωστικό πεδίο των νεότερων είναι ασφαλώς πιο διευρυμένο από εκείνο των παλιότερων.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είτε αναφέρονται σε διαπροσωπικό επίπεδο, είτε αφορούν τις σχέσεις δύο η περισσοτέρων κοινωνικών ομάδων, βασίζονται στις Κοινωνικές Αναπαραστάσεις.
Σε οποιαδήποτε αναφορά μας για ό,τιδήποτε και σε οποιαδήποτε κριτική μας για ό,τιδήποτε, ενεργοποιούμε κάποιες κοινωνικές αναπαραστάσεις: υπάρχουν δηλαδή σε μας από πριν ορισμένες «προκατασκευασμένες ιδέες, που οδηγούν σε ορισμένα διανοητικά σχήματα, στη «γνώση» δηλαδή που έχουμε για την υπό συζήτηση ομάδα, κατάσταση, κατηγορία κ.λ.π.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις δεν έχουν μια συστηματική δομή, αλλά συγκροτούνται από διάφορα εννοιολογικά τμήματα που συνδέονται και αλληλεπιδρούν με πολλούς και διάφορους τρόπους μεταξύ τους. Εν κατακλείδι παρουσιάζονται με σταθερότητα και συνέπεια σαν παράγωγα της ανθρώπινης επικοινωνίας , που στην δική μας μελέτη δεν θα είναι μόνο λεκτική όπως έχουμε συνηθίσει ως τώρα, μα τα κύρια στοιχεία που θα καθορίζουν την δυναμική της θα είναι εξωλεκτικά στοιχεία (κίνηση, έκφραση και ό,τι άλλο).
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις έχουν όμως και ατομικό χαρακτήρα αφού συμμετέχουν δυναμικά και αποφασιστικά στην διαμόρφωση και λειτουργία της κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας, με τη μορφή ιδεών, εννοιών και κινήτρων , μετατρέποντας την ατομική συμπεριφορά σε συλλογική πρακτική, σε συλλογικά συναισθήματα.
Οι αναπαραστάσεις είναι διάχυτες, ευμετάβλητες και διατελούν σε συνεχή κίνηση.
Είναι βέβαιο πως η αναπαράσταση για τα ΑμεΑ για την γενιά της προηγούμενης εικοσαετίας απέχει μάλλον αρκετά από την αναπαράσταση που έχουν οι σημερινές γενιές κι αυτό, γιατί το γνωστικό πεδίο των νεότερων είναι ασφαλώς πιο διευρυμένο από εκείνο των παλιότερων.
Αυτό βέβαια έχει να κάνει με την απουσία από το γνωστικό τους πεδίο εικόνων όπως αυτές ενός αμαξιδίου που χορεύει, ομάδας τυφλών να παίζει ποδόσφαιρο, μα ούτε καν εικόνων μιας απλής παρουσίας ενός τέτοιου ατόμου στην καθημερινότητά τους, έξω στο δρόμο, στα ψώνια, η σε άλλους δημόσιους χώρους, εκτός αν μη της εικόνας της επαιτείας στις διάφορες γωνιές των πολυσύχναστων δρόμων της πόλης.
Η εικόνα του τυφλού στο μυαλό ενός καθημερινού ανθρώπου των δεκαετιών του ΄50, ΄60,΄70 + , δεν ήταν άλλη από την εκείνη του ταλαιπωρημένου ρακένδυτου με το σκισμένο καπέλο και τα σκούρα γυαλιά που με απλωμένο χέρι ζητούσε ελεημοσύνη.
Στην δεκαετία του ΄80 η εικόνα μπορεί να ήταν εκείνη του ατόμου με το λευκό μπαστούνι που προσπαθούσε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Στην δεκαετία του ΄90 εκείνη του ατόμου που πίσω από ένα γκισέ απαντούσε στα τηλέφωνα κάποιων υπηρεσιών ή του ατόμου με την συνδικαλιστική δράση ή ακόμη κι εκείνου του ατόμου που μέσα από το κοινοβούλιο (2 περιπτώσεις ) προσέφερε τις υπηρεσίες του στον «κοινό αγώνα».
Ανάλογες είναι σίγουρα και οι αναπαραστάσεις που αφορούσαν άλλες κατηγορίες ΑμεΑ.
Κατά τον Moscovici (1999) οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις κατέχουν μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στην «έννοια» ( που αποσκοπεί στην αφαίρεση της σημασίας από την εικόνα), και την «εικόνα» (η οποία αναπαράγει σε συγκεκριμένη βάση, την ίδια αυτή πραγματικότητα. Αντιστοιχείται δηλαδή σε κάθε εικόνα και μια σημασία, και σε κάθε σημασία και μια εικόνα).
Έτσι λοιπόν καταλήγουμε πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις είναι δυναμικές ευμετάβλητες και κυκλικές μορφές σκέψης, που μεταλλάσσονται σχετικά εύκολα και συνδέουν τον αφηρημένο χαρακτήρα των γνώσεων και των πεποιθήσεων, με την συγκεκριμένη υφή των διατομικών σχέσεων και πρακτικών. Ας δούμε πως μπορεί να λειτουργήσει αυτό στην ουσία του.
• Εξ αιτίας της υπερδραστηριότητας κάποιου που όμως έχει κατηγοριοποιηθεί , στην κατηγορία των Ατόμων με αναπηρία, και στα εξαιρετικά αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του, το κοινό που τον γνωρίζει λέει χαρακτηριστικά: «Μα αυτός δεν είναι Άτομο με αναπηρία». Διακρίνουμε δηλαδή μια ασυμβατότητα ανάμεσα στο διανοητικό σχήμα και στην εικόνα.
Ο Moscovici τόνισε πως ο μόνος τρόπος διερεύνησης των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων είναι η μελέτη των χαρακτηριστικών τους γνωρισμάτων μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Η εικόνα του τυφλού στο μυαλό ενός καθημερινού ανθρώπου των δεκαετιών του ΄50, ΄60,΄70 + , δεν ήταν άλλη από την εκείνη του ταλαιπωρημένου ρακένδυτου με το σκισμένο καπέλο και τα σκούρα γυαλιά που με απλωμένο χέρι ζητούσε ελεημοσύνη.
Στην δεκαετία του ΄80 η εικόνα μπορεί να ήταν εκείνη του ατόμου με το λευκό μπαστούνι που προσπαθούσε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Στην δεκαετία του ΄90 εκείνη του ατόμου που πίσω από ένα γκισέ απαντούσε στα τηλέφωνα κάποιων υπηρεσιών ή του ατόμου με την συνδικαλιστική δράση ή ακόμη κι εκείνου του ατόμου που μέσα από το κοινοβούλιο (2 περιπτώσεις ) προσέφερε τις υπηρεσίες του στον «κοινό αγώνα».
Ανάλογες είναι σίγουρα και οι αναπαραστάσεις που αφορούσαν άλλες κατηγορίες ΑμεΑ.
Κατά τον Moscovici (1999) οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις κατέχουν μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στην «έννοια» ( που αποσκοπεί στην αφαίρεση της σημασίας από την εικόνα), και την «εικόνα» (η οποία αναπαράγει σε συγκεκριμένη βάση, την ίδια αυτή πραγματικότητα. Αντιστοιχείται δηλαδή σε κάθε εικόνα και μια σημασία, και σε κάθε σημασία και μια εικόνα).
Έτσι λοιπόν καταλήγουμε πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις είναι δυναμικές ευμετάβλητες και κυκλικές μορφές σκέψης, που μεταλλάσσονται σχετικά εύκολα και συνδέουν τον αφηρημένο χαρακτήρα των γνώσεων και των πεποιθήσεων, με την συγκεκριμένη υφή των διατομικών σχέσεων και πρακτικών. Ας δούμε πως μπορεί να λειτουργήσει αυτό στην ουσία του.
• Εξ αιτίας της υπερδραστηριότητας κάποιου που όμως έχει κατηγοριοποιηθεί , στην κατηγορία των Ατόμων με αναπηρία, και στα εξαιρετικά αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του, το κοινό που τον γνωρίζει λέει χαρακτηριστικά: «Μα αυτός δεν είναι Άτομο με αναπηρία». Διακρίνουμε δηλαδή μια ασυμβατότητα ανάμεσα στο διανοητικό σχήμα και στην εικόνα.
Ο Moscovici τόνισε πως ο μόνος τρόπος διερεύνησης των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων είναι η μελέτη των χαρακτηριστικών τους γνωρισμάτων μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Σημαντικό ρόλο όπως έχει αποδειχθεί, για την διαμόρφωση μιας Κοινωνικής Αναπαράστασης, παίζει το «γνωσιακό σύστημα» του κάθε ένα μας και ο τρόπος με τον οποίο προσαρτούμε η διασκευάζουμε μέσα σ’ αυτό νέες γνώσεις και εικόνες σύμφωνα με τις αρχές της επικέντρωσης, της δυνατότητας δηλ. να ενσωματώσουμε στην γνωστική μας δομή, κάτι που μας είναι άγνωστο, μας ξενίζει η μας τρομάζει.
Επικέντρωση σύμφωνα με την θεωρία της Gestalt σημαίνει ότι τοποθετούμε ένα καινούργιο αντικείμενο σε ένα γνωστό πλαίσιο αναφοράς για να μπορέσουμε να το εξηγήσουμε, να το ερμηνεύσουμε, να δαμάσουμε το άγνωστο.
Κάποιος είπε πως μπορεί να βγει ένας χορευτής στη σκηνή και να κάνει εντυπωσιακά πράγματα με το σώμα και την κίνησή του μπροστά στο κοινό. Το κοινό θα ανταποκριθεί με ένα ζεστό συγκεκριμένο, μηχανικό χειροκρότημα. Μπορεί όμως να βγει και κάποιος άλλος στην σκηνή που απλά με την κίνηση ενός δακτύλου του να κάνει το κοινό να παραληρεί από ενθουσιασμό και συγκίνηση για πολύ περισσότερη ώρα, απλά και μόνο γοητευμένο από το θέαμα την σύλληψη και την εκτέλεσή του.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις έχουν κι άλλες λειτουργίες, όπως π.χ. να προβλέπουν τις διομαδικές σχέσεις δηλ. να εξασφαλίζουν την σχέση του παρελθόντος με το μέλλον η ακόμη την λειτουργία αιτιολόγησης, όταν συγκεκριμένα στο επίπεδο των προκαταλήψεων, οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις αιτιολογούν την ενεργοποίηση των στερεοτύπων που με τη σειρά τους εκφράζονται στο επίπεδο συμπεριφοράς, η οποία, ξανά αναπαράγει τις αντίστοιχες Κοινωνικές Αναπαραστάσεις κ.ο.κ.
Στην μελέτη αυτή εκτός της θεωρίας των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων, σίγουρα έχουν χώρο οι θεωρίες περί :
Επικέντρωση σύμφωνα με την θεωρία της Gestalt σημαίνει ότι τοποθετούμε ένα καινούργιο αντικείμενο σε ένα γνωστό πλαίσιο αναφοράς για να μπορέσουμε να το εξηγήσουμε, να το ερμηνεύσουμε, να δαμάσουμε το άγνωστο.
Κάποιος είπε πως μπορεί να βγει ένας χορευτής στη σκηνή και να κάνει εντυπωσιακά πράγματα με το σώμα και την κίνησή του μπροστά στο κοινό. Το κοινό θα ανταποκριθεί με ένα ζεστό συγκεκριμένο, μηχανικό χειροκρότημα. Μπορεί όμως να βγει και κάποιος άλλος στην σκηνή που απλά με την κίνηση ενός δακτύλου του να κάνει το κοινό να παραληρεί από ενθουσιασμό και συγκίνηση για πολύ περισσότερη ώρα, απλά και μόνο γοητευμένο από το θέαμα την σύλληψη και την εκτέλεσή του.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις έχουν κι άλλες λειτουργίες, όπως π.χ. να προβλέπουν τις διομαδικές σχέσεις δηλ. να εξασφαλίζουν την σχέση του παρελθόντος με το μέλλον η ακόμη την λειτουργία αιτιολόγησης, όταν συγκεκριμένα στο επίπεδο των προκαταλήψεων, οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις αιτιολογούν την ενεργοποίηση των στερεοτύπων που με τη σειρά τους εκφράζονται στο επίπεδο συμπεριφοράς, η οποία, ξανά αναπαράγει τις αντίστοιχες Κοινωνικές Αναπαραστάσεις κ.ο.κ.
Στην μελέτη αυτή εκτός της θεωρίας των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων, σίγουρα έχουν χώρο οι θεωρίες περί :
• Διομαδικών σχέσεων
• Μειονοτικής επιρροής
• Κοινωνικής Ταυτότητας
• Κοινωνικής διάκρισης
• Μειονοτικής επιρροής
• Κοινωνικής Ταυτότητας
• Κοινωνικής διάκρισης
• Κατηγοριοποίησης
• Στερεοτύπων
• Διάκρισης του διαφορετικού
Ας τα δούμε λίγο αναλυτικότερα:
Κοινωνική διάκριση – Κοινωνική ταυτότητα
(Κοινωνική σύγκριση ===> Κοινωνική διαφοροποίηση)
Κατά τον Lemaine η «απειλή της ταυτότητας πηγάζει από την κατωτερότητα που διακρίνει έναν κοινωνικό φορέα κάτω από ορισμένες κοινωνικές συνθήκες.
Η πρωτοβουλία της διαφοροποίησης και της καινοτομίας, ανήκει σ’ αυτούς που έχουν απορριφθεί από «ανώτερους» κοινωνικά φορείς (μειονότητες), κι έτσι κατέχουν αμετάκλητα μια χαμηλότερη κοινωνική θέση στο πεδίο σύγκρισης.
Ίσως κι έτσι να μπορεί να εξηγηθεί το γιατί οι προσπάθειες – δραστηριότητες ατόμων που έχουν κατηγοριοποιηθεί σε συγκεκριμένα πεδία σύγκρισης χαρακτηρίζονται τις περισσότερες φορές καινοτόμες και αναδεικνύονται ευκολότερα στο πεδίο του «ανταγωνισμού».
Υπό το φάσμα της απειλής της ταυτότητας ο συγκεκριμένος «ειδικός» κοινωνικός φορέας είναι δυνατόν να προκαλέσει απόπειρες αποδέσμευσης από τα συγκεκριμένα σημεία αναφοράς και σύγκρισης, με τη δημιουργία νέων κριτηρίων που θα τον καταστήσουν διαφορετικό (που έτσι κι αλλιώς θεωρείται) και άρα μη συγκρίσιμο.
Το ερώτημα όμως εδώ είναι, κατά πόσο γίνεται να προκληθεί απαλοιφή αυτής της «μη σύγκρισης» μέσα από την σύγκρουση που δημιουργείται, όταν το αποτέλεσμα που προκαλείται είναι εφάμιλλο η και ανώτερο από εκείνο άλλων ομάδων των οποίων η θέση έτσι κι αλλιώς είναι σε ψηλότερη θέση εκ των προτέρων στα πεδία σύγκρισης ;
Φαίνεται λοιπόν πως ενδεχομένως από το αποτέλεσμα και την σύγκρουση που αυτό δημιουργεί μπορεί πολύ εύκολα να προκληθεί σύγκριση των «διαφορετικών ικανοτήτων» η των «προσαρμοσμένων ικανοτήτων», ανάμεσα στις «διαφορετικές» κοινωνικές ομάδες.
Διομαδικές σχέσεις
Από την θεωρία περί διομαδικών σχέσεων θα σταθώ κυρίως η μόνο στην ρήση του Sherif : Τα σχέδια των ομάδων είναι αυτά που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των διομαδικών σχέσεων, χάρη στις κοινωνικές αναπαραστάσεις που προκαλούν. Με άλλα λόγια εδώ μπορούμε να μελετήσουμε και να απαντήσουμε στο ερώτημα: Μπορεί μια κοινωνική ομάδα να καθορίσει μόνη της τα κριτήρια μέσα από τα οποία θα καθορισθεί η σχέση της με τις άλλες ομάδες;
Κοινωνική επιρροή – μειονοτική επιρροή
Σύμφωνα με τους Moscovici και Ricateau (1972), οι μειονότητες δεν έχουν μεγάλο κύρος ούτε κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση, κατακρατούν όμως μια εξουσία στην πραγματικότητα τεράστια :την εξουσία να αρνηθούν την κοινωνική συναίνεση και να ανοίξουν σύγκρουση. Αν την χρησιμοποιήσουν χωρίς να σταθεί δυνατόν να τις αποκλείσουν, όπως συνήθως γίνεται, τότε ο πίνακας των κοινών αξιών χάνει τη νομιμότητά του, πρέπει να ξαναδουλευτεί σύμφωνα με νέες κατευθυντήριες γραμμές που είναι πλέον αποδεκτές από όλους (Moscovici και Ricateau, 1972, σελ. 160).
• Στερεοτύπων
• Διάκρισης του διαφορετικού
Ας τα δούμε λίγο αναλυτικότερα:
Κοινωνική διάκριση – Κοινωνική ταυτότητα
(Κοινωνική σύγκριση ===> Κοινωνική διαφοροποίηση)
Κατά τον Lemaine η «απειλή της ταυτότητας πηγάζει από την κατωτερότητα που διακρίνει έναν κοινωνικό φορέα κάτω από ορισμένες κοινωνικές συνθήκες.
Η πρωτοβουλία της διαφοροποίησης και της καινοτομίας, ανήκει σ’ αυτούς που έχουν απορριφθεί από «ανώτερους» κοινωνικά φορείς (μειονότητες), κι έτσι κατέχουν αμετάκλητα μια χαμηλότερη κοινωνική θέση στο πεδίο σύγκρισης.
Ίσως κι έτσι να μπορεί να εξηγηθεί το γιατί οι προσπάθειες – δραστηριότητες ατόμων που έχουν κατηγοριοποιηθεί σε συγκεκριμένα πεδία σύγκρισης χαρακτηρίζονται τις περισσότερες φορές καινοτόμες και αναδεικνύονται ευκολότερα στο πεδίο του «ανταγωνισμού».
Υπό το φάσμα της απειλής της ταυτότητας ο συγκεκριμένος «ειδικός» κοινωνικός φορέας είναι δυνατόν να προκαλέσει απόπειρες αποδέσμευσης από τα συγκεκριμένα σημεία αναφοράς και σύγκρισης, με τη δημιουργία νέων κριτηρίων που θα τον καταστήσουν διαφορετικό (που έτσι κι αλλιώς θεωρείται) και άρα μη συγκρίσιμο.
Το ερώτημα όμως εδώ είναι, κατά πόσο γίνεται να προκληθεί απαλοιφή αυτής της «μη σύγκρισης» μέσα από την σύγκρουση που δημιουργείται, όταν το αποτέλεσμα που προκαλείται είναι εφάμιλλο η και ανώτερο από εκείνο άλλων ομάδων των οποίων η θέση έτσι κι αλλιώς είναι σε ψηλότερη θέση εκ των προτέρων στα πεδία σύγκρισης ;
Φαίνεται λοιπόν πως ενδεχομένως από το αποτέλεσμα και την σύγκρουση που αυτό δημιουργεί μπορεί πολύ εύκολα να προκληθεί σύγκριση των «διαφορετικών ικανοτήτων» η των «προσαρμοσμένων ικανοτήτων», ανάμεσα στις «διαφορετικές» κοινωνικές ομάδες.
Διομαδικές σχέσεις
Από την θεωρία περί διομαδικών σχέσεων θα σταθώ κυρίως η μόνο στην ρήση του Sherif : Τα σχέδια των ομάδων είναι αυτά που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των διομαδικών σχέσεων, χάρη στις κοινωνικές αναπαραστάσεις που προκαλούν. Με άλλα λόγια εδώ μπορούμε να μελετήσουμε και να απαντήσουμε στο ερώτημα: Μπορεί μια κοινωνική ομάδα να καθορίσει μόνη της τα κριτήρια μέσα από τα οποία θα καθορισθεί η σχέση της με τις άλλες ομάδες;
Κοινωνική επιρροή – μειονοτική επιρροή
Σύμφωνα με τους Moscovici και Ricateau (1972), οι μειονότητες δεν έχουν μεγάλο κύρος ούτε κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση, κατακρατούν όμως μια εξουσία στην πραγματικότητα τεράστια :την εξουσία να αρνηθούν την κοινωνική συναίνεση και να ανοίξουν σύγκρουση. Αν την χρησιμοποιήσουν χωρίς να σταθεί δυνατόν να τις αποκλείσουν, όπως συνήθως γίνεται, τότε ο πίνακας των κοινών αξιών χάνει τη νομιμότητά του, πρέπει να ξαναδουλευτεί σύμφωνα με νέες κατευθυντήριες γραμμές που είναι πλέον αποδεκτές από όλους (Moscovici και Ricateau, 1972, σελ. 160).
Το ερώτημα εδώ είναι με ποιό τρόπο οι διαφορετικές ομάδες θα ορίσουν μια ορατή κοινωνιο-ψυχολογική ταυτότητα και ως ενεργές θα μπορέσουν να επιτύχουν τη σύγκρουση (Moscovici , 1979), (μα είναι δυνατόν ένας τυφλός να παίζει μπάλα η κάποιος να χορεύει πάνω σε αμαξίδιο), χωρίς όμως να αποτελέσουν αντικείμενο πιέσεων προς την ομοιομορφία (που στην δική μας περίπτωση αντικειμενικά δεν υφίσταται) η τον αποκλεισμό ή ακόμη να γίνουν αντιεκίμενο ψυχολογιοποίησης (Παπαστάμου Στ., 1989).
ΜΕΘΟΔΟΣ
Ομάδα στόχος:
Η δική μας ομάδα στόχος είναι μια ομάδα που δουλεύει κίνηση (ακόμη κι όταν αυτή απουσιάζει), χορό, έκφραση, και αποτελείται από άτομα με η χωρίς κινητικό πρόβλημα.
Μέσα από πιλοτικές συνεντεύξεις θα εξασφαλίσουμε υλικό για την δημιουργία ερωτηματολογίου. Οι συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια θα είναι τεσσάρων (4) ταχυτήτων.
• Θα απευθυνθούν σε πληθυσμό που ποτέ πριν δεν έχει έρθει σε επαφή με την ομάδα και τις δραστηριότητές της.
• Θα απευθυνθούν σε πληθυσμό που είχε κάποια στιγμή κάποια επαφή με την ομάδα και τις δραστηριότητές της.
• Οι συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια θα δοθούν και στις δύο περιπτώσεις Α)Πριν από την επαφή με την ομάδα και Β) Μετά από την επαφή με τη ομάδα.
Επαφή σημαίνει πως θα στηθεί παράσταση όπου η ομάδα θα δείξει επίσημα τη δουλειά της κατά το ένα σκέλος , σημαίνει όμως επίσης πως και οι δύο κατηγορίες του πληθυσμού θα έρχονται σε επαφή με την ομάδα σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της δουλειάς και θα ακολουθούν νέες συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, τα οποία θα αναλύονται επεξεργάζονται και θα συγκρίνονται συνεχώς. Η διάρκεια της επαφής θα σχεδιασθεί ανάμεσα στους 6-8 μήνες.
Τέλος θα σχεδιασθεί πείραμα με
1. Την ομάδα στόχο
2. Ομάδα του πληθυσμού
3. Ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά της ομάδας στόχου σε άλλες δραστηριότητες από αυτές της ομάδας στόχου.
Από το πείραμα θα εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα που θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Παπαστάμου Σ. (1989α). Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας. Αθήνα : Οδυσσέας.
• Παπαστάμου Σ. , Μαντόγλου Α. (1995). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις. Αθήνα : Οδυσσέας.
• Κατερέλος Γ. (1996). Δυναμική των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων. Αθήνα : Οδυσσέας.
ΜΕΘΟΔΟΣ
Ομάδα στόχος:
Η δική μας ομάδα στόχος είναι μια ομάδα που δουλεύει κίνηση (ακόμη κι όταν αυτή απουσιάζει), χορό, έκφραση, και αποτελείται από άτομα με η χωρίς κινητικό πρόβλημα.
Μέσα από πιλοτικές συνεντεύξεις θα εξασφαλίσουμε υλικό για την δημιουργία ερωτηματολογίου. Οι συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια θα είναι τεσσάρων (4) ταχυτήτων.
• Θα απευθυνθούν σε πληθυσμό που ποτέ πριν δεν έχει έρθει σε επαφή με την ομάδα και τις δραστηριότητές της.
• Θα απευθυνθούν σε πληθυσμό που είχε κάποια στιγμή κάποια επαφή με την ομάδα και τις δραστηριότητές της.
• Οι συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια θα δοθούν και στις δύο περιπτώσεις Α)Πριν από την επαφή με την ομάδα και Β) Μετά από την επαφή με τη ομάδα.
Επαφή σημαίνει πως θα στηθεί παράσταση όπου η ομάδα θα δείξει επίσημα τη δουλειά της κατά το ένα σκέλος , σημαίνει όμως επίσης πως και οι δύο κατηγορίες του πληθυσμού θα έρχονται σε επαφή με την ομάδα σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της δουλειάς και θα ακολουθούν νέες συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, τα οποία θα αναλύονται επεξεργάζονται και θα συγκρίνονται συνεχώς. Η διάρκεια της επαφής θα σχεδιασθεί ανάμεσα στους 6-8 μήνες.
Τέλος θα σχεδιασθεί πείραμα με
1. Την ομάδα στόχο
2. Ομάδα του πληθυσμού
3. Ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά της ομάδας στόχου σε άλλες δραστηριότητες από αυτές της ομάδας στόχου.
Από το πείραμα θα εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα που θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Παπαστάμου Σ. (1989α). Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας. Αθήνα : Οδυσσέας.
• Παπαστάμου Σ. , Μαντόγλου Α. (1995). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις. Αθήνα : Οδυσσέας.
• Κατερέλος Γ. (1996). Δυναμική των Κοινωνικών Αναπαραστάσεων. Αθήνα : Οδυσσέας.
• Juan Antonio Perez, Gabriel Mugny, (1993). Η θεωρία της επεξεργασίας της σύγκρουσης, Διαδικασίες Κοινωνικής Επιρροής. Αθήνα: Οδυσσέας.
• Παπαστάμου Σ. και Συνεργάτες (2001). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα.
• Moscovici S. (1961). Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της. Οδυσσέας.
• Παπαστάμου Σ. (2000). Η Κοινωνική Ψυχολογία στο Κατώφλι του 21ου Αιώνα. Ελληνικά Γράμματα.
• Παπαστάμου Σ. (1990). Διομαδικές Σχέσεις. Αθήνα : Οδυσσέας
• Παπαστάμου Σ. (1989). Ψυχολογιοποίηση. Αθήνα : Οδυσσέας
• Bernadet Fallon (1999).Έτσι λοιπόν είσαι παράλυτος.Spinal Injuries Association και Οργάνωση Παραπληγικών Κύπρου.
• D. H. Laurence (2001). Ο Τυφλός. Πηγή Internet: www. disabled . gr
• Αναστασίας Κωσταρίδου-Ευκλείδη, (2001). Γνωστικές και μεταγνωστικές λειτουργίες στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
• Παπαστάμου Σ. και Συνεργάτες (2001). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα.
• Moscovici S. (1961). Η ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της. Οδυσσέας.
• Παπαστάμου Σ. (2000). Η Κοινωνική Ψυχολογία στο Κατώφλι του 21ου Αιώνα. Ελληνικά Γράμματα.
• Παπαστάμου Σ. (1990). Διομαδικές Σχέσεις. Αθήνα : Οδυσσέας
• Παπαστάμου Σ. (1989). Ψυχολογιοποίηση. Αθήνα : Οδυσσέας
• Bernadet Fallon (1999).Έτσι λοιπόν είσαι παράλυτος.Spinal Injuries Association και Οργάνωση Παραπληγικών Κύπρου.
• D. H. Laurence (2001). Ο Τυφλός. Πηγή Internet: www. disabled . gr
• Αναστασίας Κωσταρίδου-Ευκλείδη, (2001). Γνωστικές και μεταγνωστικές λειτουργίες στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
• Σακαλάκη Μ. (1984). Το απαγορευμένο στους δεσμούς συγγένειας. Κέδρος
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο - πόνημα, υπήρξε η πρόταση με την οποία εγκρίθηκε η διδακτορική μου διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γιώργος Χρηστάκης
Γιώργος Χρηστάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου