και έτσι της έδωσε τον όρκο του πως δε θα πάει... το παγωμένο μονοπάτι ξάπλωνε στο σεληνόφως.. ο άνεμος νανούριζε το πευκοδάσος και... εκείνη άφησε την πόρτα της μισάνοιχτη... όπως του το είχε υποσχεθεί... εκείνος ξάπλωνε και άκουγε.. έκλαιγε και ξάπλωνε.. πότε πότε την άκουγε να σιγοβήχει.. μάλλον ο αέρας του βουνού... με ανώνυμη θλίψη υποδεχόταν τους ήχους της.. ο άνεμος νανούριζε το πευκοδάσος και... εκείνη σιγόβηχε... εκείνος ξάπλωνε και άκουγε... έκλαιγε και ξάπλωνε... Αργά - πέρασε - η νύχτα... Ήρθε το πρωί.. «Γιατί δεν ήρθες...;» «Αν ερχόμουν θα θύμωνες, θα με έδιωχνες...» «Α, αυτό! Ο όρκος ήταν πιο δυνατός από το πάθος»
Άνα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου