Περνούσαν οι ώρες , οι μέρες…. Μέσα σ’ εκείνο το κλουβί που το έφερνε χιλιόμετρα γύρω – γύρω από γωνιά σε γωνιά, με την ανάκατη αγωνία από βρώμικο αέρα κι υγρασία, ψηλαφώντας με τα δάχτυλα τις σιδερένιες ράβδους από κάτω προς τα πάνω, σαν να ανέβαινε τα εκατοντάδες σκαλιά του σκοτεινού πύργου.
Έμοιαζε τούτο το κλουβί μ’ ένα μεγάλο σφραγισμένο στόμα που μαχόταν να κρατήσει κάποιο εφτασφράγιστο μυστικό να μην ξεφύγει από τις χαραμάδες του.
Οι διαδρομές του πότε κυκλικές, πότε διαγώνιες, πότε βιαστικές, λαχανιασμένες κι άλλοτε αργές ελαφριές σαν ξεστρατημένο χάδι εν «μαλακαίς παριαίς», που τριγυρνούσε σαν φάντασμα κι έφτιαχνε σχήματα μες στο σκοτάδι.
Μια ανάλαφρη αιώρηση μέσα σε μια παράξενη δεξαμενή ελαφρότητας, σ’ ένα παχύ στερέωμα καυτό σαν λάβα….. Μ’ όλα τα βάσανα και τις σκοτούρες να πηγαίνουν και να ‘ρχονται ανεξέλεγκτα, και να ψάχνει να βρει ένα μικρό άνοιγμα και την κατάλληλη κίνηση να το περάσει, μήπως συναντήσει το θαύμα.
Τα όνειρα είχαν τόσα χρώματα, κόκκινα, μωβ, γαλάζια, κι εκείνα τα χρώματα που δεν έχουν όνομα αλλά υπάρχουν κι είναι όμορφα.
Πως θα μπορούσε να αντέξει καθώς θα έβγαινε τόσο φως…. Τόση λευκότητα ξαφνικά… σα βάρκα ακυβέρνητη σε μεγάλες θάλασσες.
Φωνές να καλούν και κάτι φώτα σαν αστραπές...., χειραψίες…. αυτές οι γνώριμες λαβές , χαμόγελα, χτυπήματα στην πλάτη …
Να τ’ ακούς, να τα βλέπεις, να τα ζεις, και να βάζεις τα κλάματα..
Γιώργος Χρηστάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου