Η Τιμωρητική Κοινωνία. Μια Σύνοψη






Στο ποινικό καθεστώς της κλασικής εποχής μπορούμε να βρούμε, αναμεμειγμένες μεταξύ τους, τέσσερις βασικές μορφές τιμωρητικής τακτικής -τέσσερις μορφές η καθεμία εκ των οποίων έχει διαφορετικές ιστορικές απαρχές και έπαιξε έναν ρόλο, αν όχι αποκλειστικό, τουλάχιστον προνομιακό, ανάλογα με τις κοινωνίες και εποχές.

1/ Εξορία, διωγμός, αποπομπή, εκτοπισμός εκτός συνόρων, απαγόρευση πρόσβασης σε ορισμένους χώρους, καταστροφή της εστίας, απάλειψη του τόπου καταγωγής, δήμευση αγαθών και περιουσιακών στοιχείων.

2/ Επιβολή μιας ανταπόδοσης, εξαγορά, μετατροπή της ζημιάς που προ- κλήθηκε σε χρέος που χρήζει αποπληρωμής, μετατροπή του αδικήματος σε οικονομική υποχρέωση.

3/ Δημόσια έκθεση, στιγματισμός, τραυματισμός, ακρωτηριασμός, σημάδεμα στο πρόσωπο ή στον ώμο, αποτύπωση ενός ορατού μειωτικού σημαδιού, υποβολή σε βασανιστήρια* εν ολίγοις, οικειοποίηση του σώματος και εγγραφή σ’ αυτό σημείων της εξουσίας.

4/ Εγκλεισμός.

Εν είδει υπόθεσης, μπορούμε άραγε να διακρίνουμε, ανάλογα με τους τύπους τιμωρίας τους οποίους προέκριναν, κοινωνίες αποκλεισμού (ελληνική κοινωνία), κοινωνίες εξαγοράς (γερμανικές κοινωνίες), κοινωνίες στιγματιμού (δυτικές κοινωνίες των τελών του Μεσαίωνα) και κοινωνίες εγκλεισμού, όπως η δική μας;

Κι όταν λέμε η δική μας, εννοούμε την κοινωνία μας όπως διαμορφώθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά. Διότι ένα πράγμα είναι βέβαιο: η κράτηση, η φυλάκιση δεν αποτελούν μέρος του ποινικού συστήματος πριν την εφαρμογή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων της περιόδου 1780-1820. Οι νομοθέτες του 18ου αιώνα εμφανίζονται ομόφωνοι ως προς τούτο: «Η φυλακή δεν θεωρείται ποινή στο αστικό μας δίκαιο. 
Mολονότι οι Πρίγκιπες, επικαλούμενοι λόγους κρατικού συμφέροντος, έχουν ενίοτε την τάση να επιβάλουν την ποινή αυτή, το κάνουν καταχρώμενοι την εξουσία τους, ενώ η τακτική δικαιοσύνη δεν προβαίνει σε τέτοιου είδους καταδίκες» (Serpillon, Κώδικας ποινικής δικονομίας, 1767). Εντούτοις, μπορούμε ήδη να πούμε ότι μια τέτοια επίμονή να αρνούνται κάθε ποινικό χαρακτήρα στη φυλάκιση καταμαρτυρά μια διαρκώς εντεινόμενη αβεβαιότητα. 
Σε κάθε περίπτωση, οι φυλακίσεις που εφαρμόζονται τον 17ο και τον 18ο αιώνα παραμένουν στο περιθώριο του ποινικού συστήματος, αν και γειτνιάζουν και δεν παύουν να έρχονται σε ολοένα και μεγαλύτερη εγγύτητα μαζί του:
Φυλάκιση-εγγύηση: την εφαρμόζει η δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας για μια εγκληματική πράξη, ο πιστωτής μέχρι να επέλθει η αποπληρωμή ενός χρέους απέναντι του, ή η βασιλική εξουσία όταν φοβάται έναν εχθρό. Ο στόχος είναι περισσότερο η εξασφάλιση του ελέγχου πάνω σε ένα άτομο παρά η τιμωρία ενός αδικήματος.
Φυλάκιση-υποκατάστατο: επιβάλλεται σε κάποιον ο οποίος δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων (είτε λόγω της φύσης των παραπτωμάτων του, τα οποία εμπίπτουν μόνο στην τάξη της ηθικότητας ή της συμπεριφοράς είτε λόγω ενός προνομίου που απορρέει από την κοινωνική του θέση: για παράδειγμα, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία, από το 1629 και μετά, δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να αποφασίζουν την επιβολή ποινών φυλάκισης, μπορούν να επιβάλουν στον ένοχο τον εγκλεισμό σε ένα μοναστήρι. Η σφραγισμένη βασιλική διαταγή λειτουργεί συχνά για τους προνομιούχους σαν ένα μέσο παράκαμψης της ποινικής δικαιοσύνης· οι γυναίκες οδηγούνται σε σωφρονιστήρια για αδικήματα των οποίων τις ποινές οι άνδρες εκτίουν στα κάτεργα).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι (με εξαίρεση την τελευταία περίπτωση) αυτή η φυλάκιση-υποκατάστατο χαρακτηρίζεται εν γένει από το γεγονός ότι δεν αποφασίζεται από τη δικαστική εξουσία, ότι η διάρκειά της δεν έχει καθοριστεί άπαξ και διά παντός, και ότι εξαρτάται από έναν υποθετικό στόχο: τον σωφρονισμό. Πρόκειται, λοιπόν, περισσότερο για μια τιμωρία παρά για μια ποινή.

Παρ’ όλα αυτά, μόλις πενήντα χρόνια μετά τα μεγάλα αυτά μνημεία του κλασικού ποινικού δικαίου (Serpillon, Jousse, Muyart de Vouglans), η φυλακή έχει ήδη καταστεί η γενική μορφή ποινής.

Το 1831 ο Remusat, σε μια παρέμβασή του στη Βουλή των αντιπροσώπων, έλεγε: «Τι είναι το νέο σύστημα ποινών που δέχεται ο νέος Κώδικας; Είναι η φυλάκιση σε όλες τις μορφές της. Αρκεί να συγκρίνετε τις τέσσερις βασικές ποινές που παραμένουν στον Ποινικό Κώδικα. Τα ισόβια ή προσωρινά καταναγκαστικά έργα είναι μία από τις μορφές κάθειρξης. Τα κάτεργα είναι μια υπαίθρια φυλακή. Η κράτηση, η κάθειρξη, η σωφρονιστική φυλάκιση δεν είναι παρά τα διαφορετικά ονόματα ενός και του αυτού κολασμού». Ο δε Van Meenen, στην εναρκτήρια ομιλία του στο 2ο Διεθνές Συνέδριο περί Σωφρονισμού, υπενθύμιζε την εποχή της νιότης του, όταν η γη ήταν ακόμη γεμάτη από «τροχούς, ικριώματα, πασσάλους και αγχόνες», με «σκελετούς να κρέμονται αποκρουστικά από πάνω τους».5 Όλα συμβαίνουν σαν η φυλακή, τούτη η παραποινική ποινή που είχε κάνει την είσοδό της στο ποινικό σύστημα στα τέλη του 18ου αιώνα, να κατέλαβε πάραυτα όλο τον χώρο. Από αυτήν την άμεσα θριαμβευτική εισβολή, ο αυστριακός Ποινικός Κώδικας που συνέταξε ο Ιωσήφ Β’, μας παρέχει την πιο χαρακτηριστική μαρτυρία.

Η οργάνωση ενός ποινικού συστήματος που βασίζεται στον εγκλεισμό δεν είναι απλά και μόνο πρόσφατη, είναι αινιγματική.

Την ίδια τη στιγμή που σχεδιαζόταν, γινόταν αντικείμενο ιδιαίτερα βίαιων κριτικών. Κριτικές που διατυπώθηκαν στη βάση θεμελιωδών αρχών, αλλά επίσης στη βάση όλων των δυσλειτουργιών που η φυλακή μπορούσε να εισάγει τόσο στο εσωτερικό του ποινικού συστήματος όσο και στην κοινωνία εν γένει.

1/ Η φυλακή εμποδίζει τη δικαστική εξουσία να ελέγξει και εξακριβώσει την εφαρμογή των ποινών. Ο νόμος δεν διεισδύει στις φυλακές, έλεγε ο Decazes εν έτει 1819.

2/ Η φυλακή, αναμειγνύοντας κατάδικους ταυτόχρονα διαφορετικούς και απομονωμένους, συγκροτεί μια ομογενή κοινότητα εγκληματιών οι οποίοι καθίστανται αλληλέγγυοι κατά τον εγκλεισμό τους και θα παραμείνουν τέτοιοι και έξω από τη φυλακή. Η φυλακή κατασκευάζει μια πραγματική στρατιά εσωτερικών εχθρών.

3/ Παρέχοντας στους κατάδικους στέγη, τροφή, ένδυση και, συχνά, εργασία, η φυλακή επιφυλάσσει στους καταδικασθέντες μια τύχη ενίοτε προτιμότερη από εκείνη των εργατών. Όχι μόνο αδυνατεί να παραγάγει αποτρεπτικά αποτελέσματα, αλλά ελκύει προς την εγκληματικότητα.

4/ Οι συνήθειες και η ατίμωση που σημαδεύουν τους ανθρώπους που βγαίνουν από τη φυλακή, τους οδηγούν οριστικά στην εγκληματικότητα.

Εξ αρχής, λοιπόν, η φυλακή καταγγέλθηκε σαν ένα εργαλείο που, στο περιθώριο της δικαιοσύνης, κατασκευάζει εκείνους που η ίδια η δικαιοσύνη θα στείλει ή θα ξαναστείλει στη φυλακή. Ο φαύλος κύκλος της φυλακής καταγγέλθηκε με σαφήνεια ήδη κατά την περίοδο 1815-1830. Στις εν λόγω κριτικές δόθηκαν διαδοχικά τρεις απαντήσεις:
Επινόηση μιας εναλλακτικής λύσης, η οποία θα διατηρεί τα θετικά στοιχεία της φυλακής (τον διαχωρισμό των εγκληματιών, την απομάκρυνσή τους από το κοινωνικό σύνολο) και θα εξαλείφει τις επικίνδυνες παρενέργειές της (την επαναφορά τους στα εγκληματικά κυκλώματα). Στην περίπτωση αυτή επανερχόμαστε στο παλαιό σύστημα του εκτοπισμού που οι Βρετανοί είχαν διακόψει με το ξέσπασμα του πολέμου της Ανεξαρτησίας και υιοθέτησαν εκ νέου μετά το 1790, με προορισμό, αυτήν τη φορά, την Αυστραλία. Οι μεγάλες συζητήσεις γύρω από τον Βοτανικό κόλπο έλαβαν χώρα στη Γαλλία την περίοδο 1824-1830. Στην πραγματικότητα, ο εκτοπισμός-εποικισμός δεν θα υποκαταστήσει ποτέ τον εγκλεισμό· την εποχή των μεγάλων αποικιακών κατακτήσεων θα παίξει έναν πολύπλοκο ρόλο στα ελεγχόμενα κυκλώματα της εγκληματικότητας. Ένα σύνολο, αποτελούμενο από λίγο ή πολύ εθελοντικές ομάδες εποίκων, τα αποικιακά στρατεύματα, τα τάγματα της Αφρικής, τη Λεγεώνα των Ξένων, την Καγιέν της Γουιάνας ως τόπο εξορίας, θα καταλήξει κατά τον 19ο αιώνα να λειτουργεί σε συνάρτηση με μια ποινή που ουσιαστικά παραμένει η ποινή της φυλάκισης.
Μεταρρύθμιση του εσωτερικού συστήματος της φυλακής, ώστε να πάψει να παράγει αυτή τη στρατιά εσωτερικών κινδύνων. Αυτός ήταν ο στόχος που σε όλη την Ευρώπη ορίστηκε ως «σωφρονιστική μεταρρύθμιση». Μπορούμε να του αποδώσουμε ως χρονικά σημεία αναφοράς αφενός το έργο του Julius, Μαθήματα για τις φυλακές (1828), και αφετέρου το Συνέδριο των Βρυξελλών το 1847. Η μεταρρύθμιση αυτή περιλαμβάνει τρεις βασικές εκφάνσεις: πλήρης ή μερική απομόνωση των κρατουμένων στο εσωτερικό των φυλακών (συζητήσεις γύρω από τα συστήματα του Όουμπερν και της Πενσυλβάνια)· ηθικοποίηση των κατάδικων μέσω της εργασίας, της επιμόρφωσης, της θρησκείας, των ανταμοιβών, της μείωσης των ποινών· ανάπτυξη παραποινικών θεσμών είτε πρόληψης, είτε επανένταξης, είτε ελέγχου. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις, στις οποίες έθεσαν τέρμα οι επαναστάσεις του 1848, δεν ήραν στο ελάχιστο τις δυσλειτουργίες της φυλακής που είχαν καταγγελθεί κατά την προηγούμενη περίοδο.
Απόδοση, τέλος, ενός ανθρωπολογικού χαρακτήρα στον κύκλο της φυλακής· η αντικατάσταση του παλαιού σχεδίου του Julius και του Charles Lucas (να θεμελιωθεί μια «επιστήμη των φυλακών» ικανή να παρέχει τις αρχιτεκτονικές, διοικητικές, παιδαγωγικές αρχές ενός θεσμού που «σωφρονίζει») από μια «επιστήμη των εγκληματιών» η οποία θα μπορούσε να καθορίζει τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και να ορίζει τους τρόπους κοινωνικής αντίδρασής που αρμόζουν σε κάθε περίπτωση. Η τάξη των εγκληματιών, στην οποία το κύκλωμα της φυλακής παρείχε τουλάχιστον ένα μέρος της αυτονομίας της και της οποίας εξασφάλιζε τόσο την απομόνωση όσο και την αστυνόμευση, εμφανίζεται στο εξής σαν μια ψυχοκοινωνιολογική παρέκκλιση. Παρέκκλιση που εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός «επιστημονικού» λόγου (όπου θα σπεύσουν να εγγραφούν αναλύσεις ψυχοπαθολογικές, ψυχιατρικές, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές)· παρέκκλιση που θα μας κάνει να διερωτηθούμε αν η φυ¬λακή αποτελεί πράγματι μια ενδεδειγμένη απάντηση ή αντιμετώπιση.

Αυτό που στις αρχές του 19ου αιώνα και με διαφορετικά λόγια καταλογί-ζαμε στη φυλακή (δηλαδή ότι συγκροτεί έναν «περιθωριακό» πληθυσμό «εγκληματιών»), εκλαμβάνεται πλέον σαν κάτι οριστικό και αμετάκλητο. Όχι μόνο το αποδεχόμαστε ως γεγονός, αλλά και το θεωρούμε σαν ένα πρωταρχικό δεδομένο. Το φαινόμενο «εγκληματικότητα» που παράγει η ίδια η φυλακή γίνεται πρόβλημα της εγκληματικότητας, στο οποίο η φυλακή καλείται να δώσει μια ενδεδειγμένη λύση. Πρόκειται για την εγκληματολογική αντιστροφή του κύκλου της φυλακής.

Πρέπει, λοιπόν, να διερωτηθούμε πώς μια τέτοια αντιστροφή κατέστη δυνατή· πώς φαινόμενα που έτυχαν καταγγελίας και κριτικής μπόρεσαν, τελικά, να θεωρηθούν θεμελιώδη δεδομένα για μια επιστημονική ανάλυση της εγκληματικότητας· πώς η φυλακή, θεσμός πρόσφατος, εύθραυστος, αμφισβητούμενος και κατακριτέος, διείσδυσε τόσο βαθιά στο θεσμικό πεδίο ώστε ο μηχανισμός των αποτελεσμάτων της κατέληξε να εκλαμβάνεται σαν μια ανθρωπολογική σταθερά· ποιος είναι τελικά ο λόγος ύπαρξης της φυλακής· σε ποια λειτουργική απαίτηση κατέληξε να απαντά;

Όσο δύσκολο κι αν είναι να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα, το ίδιο το γεγονός ότι αδυνατούμε να διακρίνουμε με σαφήνεια την «ιδεολογική» γένεση αυτού του θεσμού καθιστά ένα τέτοιο ερώτημα αναγκαίο. Θα μπορούσαμε πράγματι να θεωρήσουμε ότι η φυλακή ορθώς καταγγέλθηκε, και μάλιστα από πολύ νωρίς, για τις πρακτικές της συνέπειες· αλλά ότι ήταν τόσο στενά συνδεδεμένη με τη νέα ποινική θεωρία (αυτή που κυριαρχεί στην επεξεργασία του Κώδικα του 19ου αιώνα) ώστε τελικά δεν μπορούσαμε παρά να την αποδεχτούμε μαζί με αυτήν, ή ακόμη ότι θα έπρεπε να οικοδομήσουμε εκ νέου και εκ θεμελίων την ποινική θεωρία, αν θέλαμε να χαράξουμε μια ριζο-σπαστική πολιτική σχετικά με τη φυλακή.

Από αυτήν όμως την άποψη η εξέταση των ποινικών θεωριών του δεύτε-ρου μισού του 18ου αιώνα καταλήγει σε μάλλον εντυπωσιακά συμπεράσματα. Κανένας από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές -είτε πρόκειται για θεωρητικούς όπως ο Beccaria, για νομικούς όπως ο Servan, για νομοθέτες όπως ο Le Peletier de Saint-Fargeau, ή για νομικούς και συνάμα νομοθέτες όπως ο Brissot- δεν προτείνει τη φυλακή ως καθολική, ή έστω βασική ποινή. Σε όλες τις επεξεργασίες τους ο εγκληματίας ορίζεται εν γένει ως ο εχθρός της κοινωνίας. Ως προς αυτό, οι θεωρητικοί υιοθετούν και μετασχηματίζουν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής και θεσμικής εξέλιξης που συντελείται από την εποχή του Μεσαίωνα: την αντικατάσταση των ρυθμίσεων για την επίλυση μιας διαφοράς με τη δημόσια δίωξη.
Με την παρέμβασή του, ο εισαγγελέας του βασιλιά ορίζει την παράβαση όχι μόνο ως προσβολή κατά ενός προσώπου ή κατά ενός ιδιωτικού συμφέροντος, αλλά ως προσβολή κατά της ίδιας της κυριαρχίας του βασιλιά. Σχολιάζοντας τους αγγλικούς νόμους, ο Blackstone έλεγε ότι ο εισαγγελέας υπερασπίζεται την ίδια στιγμή την κυριαρχία του βασιλιά και τα συμφέροντα της κοινωνίας. Εν ολίγοις, η μεγάλη πλειοψηφία των μεταρρυθμιστών, από τον Beccaria και μετά, προσπάθησαν να ορίσουν την έννοια του εγκλήματος, τον ρόλο του δημόσιου κατήγορου και την αναγκαιότητα μιας τιμωρίας αποκλειστικά και μόνο στη βάση των συμφερόντων της κοινωνίας και της ανάγκης προστασίας της. Ο εγκληματίας θίγει πριν από όλα την κοινωνία, διαρρηγνύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο μετατρέπεται σε εσωτερικό εχθρό της. Και από αυτή την γενική αρχή απορρέει ένας αριθμός συνεπειών:

1/ Κάθε κοινωνία, ανάλογα με τις ανάγκες της, θα πρέπει να διαμορφώσει τις βαθμίδες των ποινών. Δεδομένου ότι ο κολασμός δεν συνιστά παράγωγο του ίδιου του αδικήματος αλλά της αδικίας που προξένησε στην κοινωνία ή του κινδύνου που την έκανε να διατρέξει, όσο πιο αδύναμη είναι μια κοινωνία τόσο περισσότερο θα πρέπει να προφυλάσσεται και να επιδεικνύει αυστηρότητα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ένα καθολικό μοντέλο ποινής, αλλά θεμελιώδης σχετικότητα των ποινών.

2/ Αν η ποινή συνιστούσε εξιλέωση, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα να είναι αυστηρή. 
Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δύσκολο να οριστεί μια ακριβής αντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτήν και το έγκλημα. Αν όμως ο στόχος είναι η προστασία της κοινωνίας, μπορούμε να την υπολογίσουμε έτσι ώστε να εξασφαλίζει αυτήν ακριβώς τη λειτουργία: πέραν τούτου, κάθε επιπρόσθετη αυστηρότητα γίνεται κατάχρηση εξουσίας. Η δικαιοσύνη της ποινής έγκειται στην οικονομία της.

3/ Ο ρόλος της ποινής στρέφεται εξ ολοκλήρου προς τα έξω και προς το μέλλον: στην αποτροπή της επανάληψης του εγκλήματος. Κατά κάποιον τρόπο, ένα έγκλημα που θα ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ότι είναι το τελευταίο, δεν θα χρειαζόταν να τιμωρηθεί. Επομένως, πρέπει να καταστήσουμε τον ένοχο ανίκανο να βλάψει και να αποτρέψουμε τους αθώους από την τέλεση κάθε παρόμοιου αδικήματος. Πολύ περισσότερο από ό,τι στην αυστηρότητα, η αποτελεσματικότητα της ποινής έγκειται στη βεβαιότητα επιβολής της, στον αναπότρεπτο χαρακτήρα της.

Ωστόσο, στη βάση τέτοιων αρχών δεν είναι δυνατόν να συναγάγουμε τι πραγματικά θα συμβεί στην ποινική πρακτική, δηλαδή την καθολικότητα της φυλακής ως γενική μορφή κολασμού. Αντίθετα, βλέπουμε να κάνουν την εμφάνισή τους πολύ διαφορετικά τιμωρητικά μοντέλα:
Το ένα διέπεται από την ατίμωση, δηλαδή από τα αποτελέσματα της κοινής γνώμης.
Η ατίμωση είναι μια τέλεια ποινή, διότι συνίσταται στην άμεση και αυθόρμητη αντίδραση της ίδιας της κοινωνίας: ποικίλλει ανάλογα με την κάθε κοινωνία· είναι διαβαθμισμένη ανάλογα με τη βλαπτικότητα του κάθε εγκλήματος· μπορεί να αρθεί μέσω μιας δημόσιας αποκατάστασης· θίγει, τέλος, μόνο τον ένοχο. Είναι, λοιπόν, μια ποινή που προσαρμόζεται στο έγκλημα χωρίς να χρειάζεται να περάσει από έναν Κώδικα, χωρίς να χρειάζεται να επιβληθεί από ένα δικαστήριο, χωρίς να κινδυνεύει να παραποιηθεί από μια πολιτική εξουσία. Προσιδιάζει με ακρίβεια στις αρχές της ποινικότητας. «Ο θρίαμβος μιας καλής νομοθεσίας επέρχεται όταν η κοινή γνώμη είναι αρκετά δυνατή ώστε να τιμωρεί από μόνη της τα αδικήματα.
Ευτυχής ο λαός που έχει κάνει το αίσθημα τιμής μοναδικό νόμο του! Δεν έχει σχεδόν καμία ανάγκη νομοθεσίας: ο ποινικός του κώδικας είναι η ατίμωση».
Ένα άλλο μοντέλο που υιοθετήθηκε στα σχέδια μεταρρύθμισης είναι το μοντέλο της ισάξιας ανταπόδοσης. Επιβάλλοντας στον ένοχο έναν κολασμό ίδιου τύπου και ισοδύναμης βαρύτητας με το έγκλημα, είμαστε σίγουροι ότι εφαρμόζουμε μια ποινή ταυτόχρονα διαβαθμισμένη και αναλογική. Η ποινή παίρνει τη μορφή μιας αντεπίθεσης και, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άμεση και αναπόφευκτη, ακυρώνει σχεδόν αυτόματα τα οφέλη που τυχόν αναμένει ο παραβάτης, καθιστώντας το ίδιο το έγκλημα αναποτελεσματικό.
Το όφελος από την παράβαση γίνεται πάραυτα μηδενικό. Ακόμη κι αν το μοντέλο της ισάξιας ανταπόδοσης δεν προτάθηκε ποτέ υπό μια λεπτομερή μορφή, επέτρεψε συχνά να καθοριστούν κάποιοι τύποι τιμωρίας. Ο Beccaria, για παράδειγμα, γράφει: «Οι επιθέσεις κατά φυσικών προσώπων πρέπει αδιαμφισβήτητα να τιμωρούνται με σωματικές ποινές»· «Η εξύβριση προσώπου, οι προσβολές κατά της τιμής του, να τιμωρείται με την επιβολή χρηματικών κυρώσεων». Τη βρίσκουμε επίσης υπό τη μορφή μιας «ηθικής ανταπόδοσης»: εν προκειμένω, δεν τιμωρούμε το έγκλημα ανταποδίδοντας τις συνέπειές του, αλλά στρεφόμενοι στην αναζήτηση των αρχών και της φαυλότητας που αποτέλεσαν την αιτία του. Ο Le Peletier de Saint-Fargeau πρότεινε στην Εθνοσυνέλευση (23 Μαΐου 1791) τους σωματικούς πόνους για την τιμωρία εγκλημάτων που τελέστηκαν με στυγνή βία, την επίπονη εργασία για την τιμωρία εγκλημάτων που πηγάζουν από την οκνηρία, την ατίμωση για πράξεις που προέρχονται από μια «χαμερπή και εκμαυλισμένη ψυχή».
Τρίτο μοντέλο, τέλος, τα ισόβια δεσμά προς όφελος μιας κοινωνίας. Μια τέτοια ποινή μπορεί να είναι διαβαθμισμένη, ως προς την ένταση και ως προς τη διάρκειά της, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε στην κοινότητα. Συν-δέεται με το παράπτωμα ακριβώς μέσω αυτού του προσβαλλόμενου συμφέροντος. Όπως έλεγε ο Beccaria αναφορικά με τους κλέφτες: «Η επιβολή πρόσκαιρης στέρησης της ελευθερίας θέτει την εργασία και το πρόσωπο του ενόχου στην υπηρεσία της κοινωνίας, προκειμένου να την αποζημιώσει μέσω αυτής της προσωπικής και πλήρους εξάρτησης, για την παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου στην οποία προέβη με την άδικη και δεσποτική του ενέργεια». Ο δε Brissot λέει: «Τι άραγε θα μπορούσε να υποκαταστήσει τη θανατική ποινή ; Τα ισόβια δεσμά που καθιστούν τον ένοχο ανίκανο να διαπράξει οποιοδήποτε κακό εναντίον της κοινωνίας, η εργασία που τον κάνει χρήσιμο σ’ αυτήν, ο παρατεταμένος και διαρκής πόνος που προκαλεί τρόμο σ’ εκείνους που θα επιχειρούσαν να τον μιμηθούν».
Σε όλα αυτά τα σχέδια, βέβαια, η φυλακή εμφανίζεται συχνά σαν μία από τις πιθανές ποινές: είτε ως προϋπόθεση για την καταναγκαστική εργασία, είτε ως ποινή ισάξιας ανταπόδοσης για εκείνους οι οποίοι έθιξαν ή παραβίασαν την ελευθερία των άλλων. Παρ’ όλα αυτά, δεν προτείνεται ως η γενική μορφή της ποινής, ούτε και ως προϋπόθεση μιας ψυχολογικής και ηθικής αναμόρφωσης του παραβάτη.

Ένας τέτοιος ρόλος θα δούμε να αποδίδεται στη φυλακή από τους θεωρητικούς μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα. «Η φυλάκιση είναι η κατεξοχήν ποινή των πολιτισμένων κοινωνιών. Η επιδίωξή της είναι ηθική όταν συνοδεύεται από την υποχρέωση της εργασίας» (Ρ. Rossi, 1829). Ήδη όμως εκείνη την εποχή η φυλακή αποτελεί το βασικό εργαλείο του ποινικού συστήματος. Η φυλακή, χώρος τιμωρίας και σωφρονισμού, δεν είναι παρά μια επανερμηνεία της πρακτικής του εγκλεισμού που είχε διαδοθεί τα προηγούμενα χρόνια.

Η πρακτική της φυλακής, λοιπόν, δεν ενέχεται στην ποινική θεωρία. Γεννιέται αλλού και συγκροτείται για άλλους λόγους. Και επιβλήθηκε, τρόπον τινά, από παράγοντες εξωτερικούς στην ποινική θεωρία, η οποία αναγκάστηκε, εκ των υστέρων, να τη δικαιολογήσει. Κάτι τέτοιο κάνει, για παράδειγμα, ο Livingston το 1820, λέγοντας ότι η ποινή φυλάκισης έχει το τετραπλό πλεονέκτημα να διαιρείται σε βαθμίδες ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος να αποτρέπει την υποτροπή να επιτρέπει τον σωφρονισμό να είναι αρκετά ήπια ώστε οι ένορκοι να μη διστάζουν να τιμωρούν και ο λαός να μην εξεγείρεται εναντίον του νόμου.

Για να κατανοήσουμε την πραγματική λειτουργία της φυλακής πίσω από την έκδηλη δυσλειτουργία της, καθώς και τη βαθιά επιτυχία της κάτω από τις επιφανειακές αποτυχίες της, ίσως χρειάζεται να ανατρέξουμε σ’ εκείνες τις παραποινικές αρχές εντός των οποίων εμφανίστηκε, όπως είδαμε, τον 17ο και, κυρίως, τον 18ο αιώνα.

Στις αρχές αυτές ο ρόλος του εγκλεισμού περιλαμβάνει τρία διακριτά χαρακτηριστικά:
Παρεμβαίνει στην χωρική κατανομή των ατόμων μέσω της προσωρινής φυλάκισης των επαιτών και των αλητών. Ενδεχομένως κάποια διατάγματα (στα τέλη του 17ου και κατά τον 18ο αιώνα) να τους καταδικάζουν στα κάτεργα, τουλάχιστον σε περίπτωση υποτροπής, αλλά ο εγκλεισμός παραμένει εκ των πραγμάτων η πιο συχνή τιμωρία.
Ωστόσο, αν τους φυλακίζουμε, δεν το κάνουμε τόσο για να τους καθηλώσουμε εκεί όπου τους κρατάμε, όσο για να τους εκτοπίσουμε: για να τους απαγορεύσουμε την πρόσβαση σε πόλεις, για να τους στείλουμε στην επαρχία, ή ακόμη για να εμποδίσουμε την περιπλάνησή τους σε μια περιοχή και να τους αναγκάσουμε να πάνε εκεί όπου μπορεί να τους δοθεί εργασία. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ένας αρνητικός τρόπος για να ελέγξουμε την θέση τους σε συνάρτηση με τον μηχανισμό γεωργικής ή βιοτεχνικής παραγωγής· ένας τρόπος για να παρέμβουμε στη ροή πληθυσμών λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της παραγωγής και την ίδια στιγμή της αγοράς εργασίας. Ο εγκλεισμός παρεμβαίνει επίσης στο επίπεδο των στάσεων και των συμπεριφορών των ατόμων. Τιμωρεί, σε ένα παραποινικό επίπεδο, τρόπους ζωής, τύπους λόγου, πολιτικά σχέδια ή προθέσεις, σεξουαλικές συμπεριφορές, απείθειες στις αρχές, εναντιώσεις στην κοινή γνώμη, βιαιότητες κ.λπ.
Εν ολίγοις, παρεμβαίνει λιγότερο στο όνομα του νόμου απ’ ό,τι στο όνομα της τάξης και της κανονικότητας. Αντικείμενα του εγκλεισμού είναι ο μη κανονικός, ο διαταραγμένος, ο επικίνδυνος και ο απεχθής. Ενώ η ποινή τιμωρεί την παράβαση, ο εγκλεισμός τιμωρεί στην αταξία.
Τέλος, αν είναι αλήθεια ότι βρίσκεται στα χέρια της πολιτικής εξουσίας, ότι διαφεύγει εντελώς ή εν μέρει από τον έλεγχο της τυπικής δικαιοσύνης (στη Γαλλία αποφασίζεται σχεδόν πάντα από τον βασιλιά, τους υπουργούς, τους βασιλικούς επιτρόπους και τους αντιπροσώπους τους), απέχει πολύ από το να είναι εργαλείο αυθαιρεσίας και απολυταρχισμού.
Η μελέτη των σφραγισμένων βασιλικών διαταγών φυλάκισης (τόσο της λειτουργίας όσο και των κινήτρων τους) δείχνει ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους ζητούνταν από γονείς, πιο συγκεκριμένα από πατέρες, μικροπροεστούς, τοπικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές κοινότητες, εναντίον ατόμων τα οποία τους ενοχλούσαν ή προκαλούσαν ταραχές.
Η σφραγισμένη βασιλική διαταγή φυλάκισης ακολουθεί μια πορεία από κάτω προς τα επάνω (υπό τη μορφή αίτησης), προτού μεταφέρει στην αντίθετη κατεύθυνση τον μηχανισμό εξουσίας υπό τη μορφή μιας διαταγής η οποία φέρει τη βασιλική σφραγίδα. Είναι το εργαλείο μιας τοπικής και τριχοειδούς, θα λέγαμε, εξουσίας.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρόμοια ανάλυση σχετικά με τις ενώσεις που συναντάμε στην Αγγλία από τα τέλη του 17ου αιώνα. Συχνά υπό την ηγεσία «αποστατών», αναλαμβάνουν να καταγγείλουν, να αποκλείσουν, να επιβάλουν κυρώσεις σε άτομα για τις παρεκκλίσεις τους σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά, την άρνησή τους να εργαστούν, τις καθημερινές ατασθαλίες τους.
Είναι βέβαια προφανές ότι ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή ελέγχου και εκείνη που εξασφάλιζε η σφραγισμένη βασιλική διαταγή φυλάκισης οι διαφορές είναι τεράστιες.
Αρκεί να επισημάνουμε μία: οι αγγλικές ενώσεις (τουλάχιστον στις αρχές του 18ου αιώνα) είναι ανεξάρτητες από οποιονδήποτε μηχανισμό του κράτους: στρατολογούν τα μέλη τους από τα λαϊκά στρώματα και στρέφονται κατά κανόνα ενάντια στην ανηθικότητα των ισχυρών και των πλουσίων. Tέλος, η ηθική αυστηρότητα την οποία επιδεικνύουν απέναντι στα ίδια τα μέλη τους είναι αναμφίβολα ένας τρόπος για να αποφύγουν μια υπερβολικά αυστηρή ποινική δικαιοσύνη (η αγγλική νομοθεσία, αυτό το «αιμοσταγές χάος», προέβλεπε τις περισσότερες περιπτώσεις επιβολής της εσχάτης των ποινών από οποιοδήποτε άλλο ποινικό σύστημα).
Στη Γαλλία, αντίθετα, οι μορφές ελέγχου είχαν ισχυρούς δεσμούς με τον μηχανισμό ενός κράτους που είχε οργανώσει την πρώτη μεγάλη αστυνομία της Ευρώπης, την οποία αρχικά η Αυστρία του Ιωσήφ Β’ και στη συνέχεια η Αγγλία επιχείρησαν να μιμηθούν.
Σε ό,τι αφορά την Αγγλία, πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στα τέλη του 18ου αιώνα (ουσιαστικά μετά τις εξεγέρσεις που έμειναν γνωστές ως Gordon Riots και τα μεγάλα λαϊκά κινήματα που ήταν σχεδόν σύγχρονα με τη Γαλλική Επανάσταση), έκαναν την εμφάνισή τους νέες ενώσεις με ηθικοποιητική στόχευση αλλά και με πολύ πιο αριστοκρατική στελέχωση (μάλιστα κάποιες έφεραν και στρατιωτικό εξοπλισμό): ζητούσαν την παρέμβαση της βασιλικής εξουσίας, την εφαρμογή μιας νέας νομοθεσίας και την οργάνωση αστυνομίας. Το έργο και η φυσιογνωμία του Calquhoun βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας.

Αυτό που μετασχημάτισε το ποινικό σύστημα στη μετάβαση από τον 17ο στον 18ο αιώνα είναι η προσαρμογή του δικαστικού συστήματος σε έναν μηχανισμό επιτήρησης και ελέγχου.
H ενσωμάτωση των δύο αυτών λειτουργιών σε έναν κεντρικό μηχανισμό του κράτους· αλλά και η εγκαθίδρυση και η ανάπτυξη μιας σειράς θεσμών (παραποινικών και κάποιες φορές μη ποινικών), οι οποίοι λειτουργούν ως στηρίγματα, ως προκεχωρημένες θέσεις ή ως συμπυκνωμένες μορφές του βασικού μηχανισμού.
Ένα γενικό σύστημα επιτήρησης-εγκλεισμού διαπερνά το σύνολο της κοινωνίας, παίρνοντας μορφές οι οποίες εκτείνονται από τις μεγάλες φυλακές που οικοδομούνται στη βάση του μοντέλου του Πανοπτικού μέχρι τις φιλανθρωπικές ενώσεις και εφαρμόζονται όχι μόνο στους εγκληματίες αλλά και στα εγκαταλειμμένα παιδιά, τα ορφανά, τους μαθητευόμενους τεχνίτες, τα λυκειόπαιδα, τους εργάτες κ.λπ. Σε ένα απόσπασμα από το έργο του Μαθήματα σχετικά με τις φυλακές, ο Julius αντιπαρέβαλε τους πολιτισμούς του θεάματος (πολιτισμούς της θυσίας και της τελετουργίας όπου ο στόχος είναι να παρουσιαστεί σε όλους το θέαμα ενός μοναδικού συμβάντος και όπου η βασική αρχιτεκτονική μορφή είναι το θέατρο) με τους πολιτισμούς της επιτήρησης (όπου ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί σε λίγους ένας αδιάλειπτος έλεγχος πάνω σε όσο το δυνατό περισσότερους. Eδώ, η βασική αρχιτεκτονική μορφή είναι η φυλακή).
Πρόσθετε δε ότι η ευρωπαϊκή κοινωνία, η οποία είχε αντικαταστήσει τη θρησκεία με το κράτος, πρόσφερε το πρώτο παράδειγμα ενός πολιτισμού της επιτήρησης.

Ο 19ος αιώνας έθεσε τα θεμέλια για την εποχή του πανοπτισμού.

Σε ποιες ανάγκες απαντούσε αυτός ο μετασχηματισμός; Κατά τα φαινόμενα σε νέες μορφές και σε ένα νέο παιχνίδι της πρακτικής της εκνομίας. Κυρίως δε σε νέες απειλές και κινδύνους.

Το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης (αλλά και αρκετών άλλων κι-νημάτων της τελευταίας εικοσαετίας του 18ου αιώνα) δείχνει ότι ο πολιτικός μηχανισμός ενός έθνους μπορεί να βρεθεί στο έλεος λαϊκών εξεγέρσεων.
Μια εξέγερση που πυροδοτείται από την έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης, ένα κίνημα ενάντια σε φόρους, τέλη ή δασμούς, μια μαζική άρνηση κατάταξης στον στρατό δεν εμπίπτουν πια στη σφαίρα των τοπικών και περιορισμένων κινημάτων που αρκούνται να πλήξουν (και φυσικά) τον εκπρόσωπο της πολιτικής εξουσίας αφήνοντας αλώβητες τις δομές και τις απολήξεις της.
Μπορούν να αμφισβητήσουν άμεσα τη νομή και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Από την άλλη, όμως, και ίσως κατά κύριο λόγο, η ανάπτυξη της βιομηχανίας θέτει μαζικά και άμεσα τον μηχανισμό παραγωγής σε απευθείας επαφή με εκείνους οι οποίοι τον κάνουν να λειτουργεί.
Οι μικρές χειροτεχνικές μονάδες, οι βιοτεχνικές δομές με περιορισμένα και σχετικά απλά εργαλεία, τα καταστήματα με περιορισμένο αριθμό προϊόντων που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των τοπικών αγορών δεν προσφέρονταν ιδιαίτερα για γενικευμένες υπεξαιρέσεις, λεηλασίες ή καταστροφές.
Όμως η μηχανοποίηση της παραγωγής, η οργάνωση μεγάλων εργοστασίων, τα σημαντικά αποθέματα πρώτων υλών, η παγκοσμιοποίηση της αγοράς και η εμφάνιση μεγάλων κέντρων διανομής εμπορευμάτων εκθέτουν τον πλούτο σε συνεχείς και αδιάκοπες επιθέσεις. Και οι επιθέσεις αυτές δεν γίνονται από έξωθεν στοιχεία, από εκείνους τους απόκληρους ή τους μη ενσωματωμένους που, φέροντας τα κουρέλια του επαίτη ή του αλήτη, προκαλούσαν τόσο φόβο κατά τον 17ο αιώνα, αλλά οργανώνονται εκ των έσω, από εκείνους στους οποίους έχει ανατεθεί ο χειρισμός του πλούτου προκειμένου να γίνει παραγωγικός.
Από την καθημερινή υπεξαίρεση προϊόντων από καταστήματα και αποθήκες μέχρι τις μαζικές καταστροφές μηχανών από τους χειριστές τους, ένας διαρκής κίνδυνος απειλεί τον πλούτο που έχει επενδυθεί στον μηχανισμό παραγωγής. Τρανή απόδειξη είναι το πλήθος των μέτρων που λήφθησαν στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου για την προστασία των λιμανιών, των αποβαθρών και των ναυστάθμων του Λονδίνου, καθώς και για την εξάρθρωση των κυκλωμάτων αποδοχής και μεταπώλησης κλοπιμαίων.

Στην επαρχία, μια φαινομενικά αντίστροφη κατάσταση προκαλεί ανάλογα αποτελέσματα. Ο κατακερματισμός της αγροτικής περιουσίας, η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση των κοινοτικών ιδιοκτησιών και παροχών, η διάθεση των χέρσων εδαφών στην εκμετάλλευση ενισχύουν την ιδιωτική ιδιοποίηση και καθιστούν την αγροτική κοινωνία μη ανεκτική απέναντι σε ένα σύνολο ελάσσονών εκνομιών, τις οποίες -θέλοντας και μη- ήταν αναγκασμένη να αποδεχτεί υπό το προηγούμενο καθεστώς της ανεκμετάλλευτης μεγάλης ιδιοκτησίας.
Τα περιθώρια εντός των οποίων οι πιο φτωχοί και οι πιο κινητικοί πληθυσμοί κατάφερναν να επιβιώνουν εξαφανίζονται, είτε πρόκειται για μέτρα ανεκτικότητας, για αμέλειες, για παλαιούς κανονισμούς που παρέμεναν νεκρό γράμμα, ή ακόμη για κεκτημένα.
Η σύσφιξη των δεσμών ιδιοκτησίας ή, καλύτερα, το νέο καθεστώς γαιοκτησίας και οι νέοι όροι εκμετάλλευσης της γης μετα-τρέπουν πολλές από τις καθιερωμένες εκνομίες σε αδικήματα.
Και ενώ στη Γαλλία του Διευθυντηρίου και της Υπατείας ενισχύεται όχι τόσο η οικονομική όσο η πολιτική ένταση και σοβαρότητα των αγροτικών αδικημάτων (αδικημάτων που σχετίζονται είτε με αγώνες υπό μορφή εμφυλίου πολέμου είτε με την αντίσταση ενάντια στην κατάταξη στον στρατό), σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ενισχύονται επίσης οι αντιστάσεις ενάντια στους διάφορους Δασικούς Κώδικες των αρχών του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, η πιο σημαντική μορφή της νέας εκνομίας φαίνεται να βρίσκεται αλλού.
Δεν αφορά το σώμα του μηχανισμού παραγωγής ή της ιδιοκτησίας γης, αλλά το ίδιο το σώμα του εργάτη και τον τρόπο με τον οποίο αυτός εντάσσεται στους μηχανισμούς παραγωγής.
Ανεπαρκείς μισθοί, υποτίμηση της εργασίας του λόγω της χρήσης μηχανών, εξαντλητικά ωράρια εργασίας, πολλαπλασιασμός των περιφερειακών ή τοπικών κρίσεων, απαγόρευση σύστασης σωματείων, μηχανισμός χρέους: όλα αυτά οδηγούν τους εργάτες σε συμπεριφορές όπως η αποχή από την εργασία, η ακύρωση του «συμβολαίου πρόσληψής», η μετανάστευση, η «μη κανονική» ζωή.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να προσδεθούν οι εργάτες στον μηχανισμό παραγωγής, να καθηλωθούν ή να μεταφερθούν εκεί όπου ο μηχανισμός αυτός έχει ανάγκη από εργατικά χέρια, να υποταχθούν στους ρυθμούς του, να τους επιβληθεί η συνέχεια και η κανονικότητα της εργασίας που αυτός απαιτεί, εν ολίγοις να μετατραπούν σε εργατική δύναμη.
Εξ ου και μια νομοθεσία που παράγει νέα αδικήματα (υποχρεωτική κατοχή βιβλιαρίου εργασίας, νόμοι για την κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και για την απαγόρευση τυχερών παιγνίων)· εξ ου επίσης μια σειρά μέτρων που, χωρίς να έχουν απόλυτα αναγκαστική ισχύ, καθιερώνουν τη διάκριση ανάμεσα στον καλό και τον κακό εργάτη και επιχειρούν να εξασφαλίσουν μια εκγύμναση, μια ευθυγράμμιση των συμπεριφορών (το ταμιευτήριο, η ενθάρρυνση σύναψης γάμων, αργότερα η εργατικές συνοικίες και κατοικίες)· εξ ου, επίσης, η εμφάνιση οργανισμών ελέγχου ή άσκησης πιέσεων (οι φιλανθρωπκοί σύλλογοι, η πατρονία)· εξ ου, τέλος, και μια τεράστια εκστρατεία ηθικοποίησης των εργατών.
Η εκστρατεία αυτή ορίζει τι θέλει να ξορκίσει ως «διασκορπισμό» και τι θέλει να καθιερώσει ως «κανονικότητα»: ένα εργατικό σώμα το οποίο συγκεντρώνεται, προσηλώνεται, προσαρμόζεται στον χρόνο της παραγωγής και παρέχει την απαιτούμενη εργατική δύναμη.
Έτσι, παρουσιάζει την εγκληματικότητα ως αναπόφευκτη συνέχεια της μη κανονικότητας και προσδίδει χαρακτήρα ψυχολογικής και ηθικής συνέπειας σε κάθε φαινόμενο περιθωριοποίησης που οφείλεται στους μηχανισμούς ελέγχου.

Στη βάση των παραπάνω, μπορούμε να εξαγάγουμε ορισμένα συμπεράσματα.

1/ Οι μορφές ποινής που βλέπουμε να εμφανίζονται την περίοδο 1760-1840 δεν συνδέονται με μια ανανέωση της αντίληψης για την ηθική.
Κατά βάθος, η φύση των παραβάσεων που ορίζει ο Κώδικας δεν άλλαξε στο παραμικρό (ωστόσο μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξαφάνιση, προοδευτική ή αιφνίδια, των θρησκευτικών παραπτωμάτων και την εμφάνιση ορισμένων οικονομικών ή επαγγελματικών αδικημάτων), και αν το καθεστώς των ποινών έγινε πολύ ηπιότερο, οι παραβάσεις παρέμειναν σχεδόν ίδιες.

Η μεγάλη ανανέωση της εποχής συνδέεται με ένα πρόβλημα που άπτεται του σώματος και της υλικότητας, με ένα πρόβλημα φυσικής: νέα μορφή υλικότητας του μηχανισμού παραγωγής, νέος τύπος σχέσης ανάμεσα στον μηχανισμό παραγωγής και αυτόν που τον κάνει να λειτουργεί.
Eπιβολή νέων απαιτήσεων στα άτομα, τα οποία εκλαμβάνονται πια ως παραγωγικές δυνάμεις. Στις αρχές του 19ου αιώνα η ιστορία της ποινής δεν εμπίπτει σε μια ιστορία των ιδεών περί ηθικής.
Eίναι ένα κεφάλαιο στην ιστορία του σώματος.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εξετάζοντας τις ιδέες για την ηθική στη βάση της ποινικής πρακτικής και των ποινικών θεσμών, ανακαλύπτουμε ότι η εξέλιξη της ηθικής είναι πρωτίστως η ιστορία του σώματος, η ιστορία των σωμάτων. Και στη βάση αυτή μπορούμε να καταλάβουμε ότι:
H φυλακή έγινε η γενική μορφή της τιμωρίας και υποκατέστησε τα βασανιστήρια. Το σώμα δεν χρειάζεται πια να σημαδεύεται.
Πρέπει να διαπαιδαγωγείται και να εκγυμνάζεται ξανά και ξανά.
Ο χρόνος του πρέπει να μετριέται, να υπολογίζεται και να χρησιμοποιείται εξ ολοκλήρου.
Οι δυνάμεις του πρέπει να εστιάζουν αδιάλειπτα στην εργασία. Η μορφή-φυλακή της ποινής αντιστοιχεί στη μορφή-μισθός της εργασίας.
Η ιατρική, ως επιστήμη της κανονικότητας των σωμάτων, κατέλαβε κεντρική θέση στην ποινική πρακτική (η ποινή πρέπει να έχει ως στόχο τη θεραπεία).

2/ Ο μετασχηματισμός του ποινικού συστήματος δεν εμπίπτει μόνο σε μια ιστορία των σωμάτων, εμπίπτει ακριβέστερα σε μια ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και τα σώματα.
Ο καταναγκασμός των σωμάτων, ο έλεγχός τους, η καθυπόταξή τους, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η εξουσία ασκείται άμεσα ή έμμεσα επάνω τους, ο τρόπος με τον οποίο τα υποτάσσει, τα καθηλώνει, τα χρησιμοποιεί άπτονται της αρχής της αλλαγής που μελετάμε. Θα έπρεπε να γράψουμε μια Φυσική της εξουσίας, και να δείξουμε πόσο άλλαξε σε σχέση με τις προηγούμενες μορφές, στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την ανάπτυξη των κρατικών δομών, υιοθετώντας:

Κατ’ αρχάς, μια νέα οπτική: όργανο γενικευμένης και διαρκούς επιτήρησης.
'Ολα πρέπει να μπορούν να παρατηρηθούν, να ιδωθούν, να διαβιβαστούν: οργάνωση μιας αστυνομίας· θέσπιση ενός συστήματος αρχειοθέτησης (με ατομικούς φακέλους)· εγκαθίδρυση ενός πανοπτισμού.

Έπειτα, μια νέα μηχανική: απομόνωση και επανομαδοποίηση των ατόμων.
Εντοπισμός των σωμάτων μέσα στον χώρο, μέγιστη χρήση των δυνάμεών τους, έλεγχος και βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, εν ολίγοις, καθιέρωση μιας ολόκληρης πειθαρχίας της ζωής, του χρόνου, των ζωτικών ενεργειών.

Τέλος, μια νέα φυσιολογία: καθορισμός κανόνων, αποκλεισμός και απόρριψη όλων όσων δεν συμμορφώνονται με αυτούς, μηχανισμός αποκατάστασής τους μέσα από διορθωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες είναι, κατά τρόπο αμφίσημο, θεραπευτικές και τιμωρητικές.

3/ Σ’ αυτήν τη «φυσική» η εγκληματικότητα παίζει σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει όμως να συμφωνήσουμε ως προς το τι σημαίνει ο όρος εγκληματικότητα. Οι εγκληματίες δεν είναι άτομα που έχουν υποστεί ψυχολογικές και κοινωνικές μεταλλάξεις, για να γίνουν το αντικείμενο της ποινικής καταστολής.
Με τον όρο εγκληματικότητα, θα πρέπει κυριότερα να εννοήσουμε το διπλό σύστημα ποινικότητα-εγκληματίας. Ο ποινικός θεσμός, με τη φυλακή στο επίκεντρο του, κατασκευάζει μια κατηγορία ατόμων τα οποία συνδιαμορφώνουν, από κοινού με αυτόν, ένα κύκλωμα: η φυλακή δεν σωφρονίζει. Ανακαλεί ανελλιπώς τα ίδια άτομα, συγκροτεί σιγά σιγά έναν περιθωριοποιημένο πληθυσμό, τον οποίο χρησιμοποιούμε για να ασκήσουμε πίεση στις «μη κανονικότητες» ή στις «εκνομίες», τις οποίες δεν μπορούμε πια να ανεχθούμε. Και με τη μεσολάβηση της εγκληματικότητας ασκεί αυτή την πίεση στις εκνομίες με τρεις τρόπους: οδηγώντας σιγά σιγά τη μη κανονικότητα ή την εκνομία στην παράβαση, χάρη σε ένα ολόκληρο παιχνίδι αποκλεισμών και παραποινικών κυρώσεων (έναν μηχανισμό που θα μπορούσαμε να τιτλοφορήσουμε «η απειθαρχία οδηγεί στο ικρίωμα»)· ενσωματώνοντας τους εγκληματίες στα δικά του εργαλεία επιτήρησης της εκνομίας (στρατολόγηση προβοκατόρων, καταδοτών, αστυνομικών· μηχανισμό που μπορούμε να τιτλοφορήσουμε «κάθε κλέφτης μπορεί να γίνει ένας Vidocq»)· κατευθύνοντας τις παραβάσεις των εγκληματιών στους πληθυσμούς που πρέπει να επιτηρηθούν κατά προτεραιότητα (αρχή: «Ένας φτωχός κλέβει πάντα πιο εύκολα απ’ ό,τι ένας πλούσιος»).

Αν θέλουμε λοιπόν να επανέλθουμε και απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα:
«Γιατί αυτός ο περίεργος θεσμός της φυλακής, γιατί η επιλογή μιας ποινής της οποίας η δυσλειτουργικότητα καταγγέλθηκε εξαρχής;».
Ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε μια απάντηση στο εξής: η φυλακή έχει το πλεονέκτημα να παράγει εγκληματικότητα, εργαλείο ελέγχου και άσκησης πίεσης πάνω στην εκνομία, μη αμελητέο όργανο για την άσκηση εξουσίας πάνω στα σώματα, βασικό στοιχείο αυτής της φυσικής της εξουσίας η οποία γέννησε την ψυχολογία του υποκειμένου.

Πηγή: "Η Τιμωρητική Κοινωνία", Michel Foucault

Αποσπάσματα - σύνοψη σειράς μαθημάτων στο Κολλέγιο της Γαλλίας κατά το 2ο εξάμηνο του 1973 που περιέχονται στον τόμο Η Τιμωρητική Κοινωνία: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1972-1973 (Εκδ. Πλέθρον, 2016).

Ο Michel Foucault (1926-1984) ήταν ακαδημαϊκός, φιλόσοφος, ψυχολόγος και συγγραφέας.
SHARE

Γιώργος Χρηστάκης

Welcome.

  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου