Μπουσούλησα στο μωσαϊκό της κουζίνας κι έφτασα ως το κατώφλι.
Δεν μπορούσα ακόμη να σταθώ όρθιος.
Τρομαγμένος αλλά με λαχτάρα και με φόβο, πρόβαλα έξω στον ανοιχτό αέρα της αυλής το μικρό μου κεφάλι.
Ο αέρας που φύσηξε μου θύμισε πως κάτι άλλαζε… δεν είναι πια ίδιο όπως όταν ως τώρα κοιτούσα μέσα απ’ το τζάμι του παραθύρου… κοιτούσα, μα δεν έβλεπα. Τώρα δεν κοίταξα μονάχα. Είδα για πρώτη φορά τον κόσμο.
Όραμα εκπληκτικό.
Το μικρό περβολάκι της αυλής μου φάνταζε απέραντο.
Βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά μεθυστική, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι, ο αγέρας άστραφτε σαν νάταν αρματωμένος με σπαθιά, κι ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια σαν άγγελοι.
Τρόμαξα, έσυρα φωνή, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα κι ο κόσμος αφανίστηκε.
Γιώργος Χρηστάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου