Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε
Φορεσιές αιθέριες διάφανες.Προσδοκίες ανάξιων ηδονών. Επιταχυντές αναπνοών. Μάτια και κόρες σε διάνοιξη.
Γιορτή και χαρά διάφανη.
Τόσο που φαίνεται όλο το μέσα μας, κι ακούει και προσδοκά και πολεμά να το αντέξει.
Μετά στο σκοτάδι θα συρθούν μαζί, στο ίδιο στρώμα, η Θεά κι η πουτάνα. Θα φιλιώσουν και τότε θ’ ανοίξουν οι ουρανοί, θα μπει το φως να λούσει το ιερό σύμπαν, το πλάσμα το όμορφο, στην καρδιά του άπειρου θα πετάξει, με φτερούγες μεταξένιες, και με όμορφα αλόγου μαλλιά.
Στης σελήνης το χάσιμο θα δώσουν απόψε , η θεά κι η πουτάνα, το φιλί το αιώνιο και θα μονιάσουν στ’ αλώνι με τ’ άγρια τα άλογα, με τις φωτιές και τους δυό πυρομάχους.
Διάφανα υφάσματα με παράξενη υφή, σημαίες, σύμβολα ακατάλυτα, του Θείου, του μικρού θανάτου. Στου χρόνου τη σιωπή καυτά βογγητά….. του καλοκαιρινού μεσημεριού χαμένη δόξα.
Στης γαζέλας τα πόδια, όρκοι και πάθη, και αίμα ζεστό να βάψει τα χείλη, τα σπλάχνα, τη γλώσσα.
Η λάβα του κόκκινου ηφαιστείου θα χυθεί, να παγώσει, να φυλακίσει τη στιγμή και το χρόνο.
Στο φιλί της Θεάς και της πουτάνας.
Στο άγγιγμα της βροχής με τη φωτιά, μικρός καπνός αναδύεται και σκεπάζει τη στέπα. Στο διάφανο μαύρο του έρωτα, στης πρόστυχης Άνοιξης το πιο όμορφο λουλούδι. Στο νέκταρ που στάζουν τα στήθη της. Λίγες στιγμές στο χρόνο, η θεά κι η πουτάνα είναι οι βασίλισσες στο κάστρο των σιδερένιων ιπποτών.
Το φεγγάρι ψηλά κάνει το μαύρο να γυαλίζει, να γλιστρά σαν ανάσα σε κορμί γυμνό. Ακονισμένο μαχαίρι τώρα, καρφώνεται κι ανοίγει δρόμους με τα σημάδια του.
Στον ύπνο της βλέπεις όλη τη μεγάλη θάλασσα, τα κλειστά της μάτια νούφαρα σε λίμνες του βορρά. Η πουτάνα φωνάζει και ψάχνει τη λύτρωση. Η Θεά λύνει τα μεταξένια της μαλλιά και σκεπάζει σαν σεντόνι νεκρικό του μικρού θανάτου την ορμή και το φως. Και το λούζεται και το γεύεται όλο.
Σαν μύθος αρχαίος, σαν κρασί παλιό. Χαραυγή θλιμμένη απούσα. Θάρθει ξανά να φορέσει και πάλι το διάφανο μαύρο, το δικό της, που στολίζει το μικρό της το σύμπαν, που ποτίζει και λαχταρά τον ύπνο της.
Το φεγγάρι θα περάσει κι απόψε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της, τους μαγικούς ήχους του πάθους της, μπροστά στου μικρού της θανάτου την πόρτα. Στην πύλη που καρτερούν αγγέλοι και διαβόλοι μαζί, που προσμένουν τη Θεά και την πουτάνα να δουν.
Της ζωής το αλάτι ξεθάβεται, και σκορπά το αγίασμα στων ανθρώπων το ανήσυχο βλέμμα.
Το κάτι που ανήκει μόνο σ’ εκείνη.
Θεά μου, πουτάνα μου… Τίτλοι ευγενείας και θέωσης που φέρνεις εσύ ζαφειρένιο δέντρο του δάσους. Σφίγγεις το σώμα και πας. Βήμα γοργό… Σαν άβυσσος τα χέρια της. Στο σκόρπισμα της σκόνης του αδιάβατου μονοπατιού, του αόρατου δρόμου.
Πετάει, αιωρείται στο φως της μεγάλης έκστασης, του ταξιδιού που σχεδίασε για να φτιάξει το παλάτι του δράκου με τα πληγωμένα σαγόνια.
Και να φτάσει γλιστρώντας στ’ ουρανού τους κήπους, στο φως, στα μαργαριτάρια να στρώσει, να ξαπλώσει, σώμα, ψυχή, καρδιά και νου και λογισμό και σκέψη, να νιώσει του αόρατου Θεού το άγγιγμα, της αστείρευτης ομορφιάς του ωραίου.
Δικός της όλος ο κήπος και τα φίδια στα μαλλιά της στολίζουν την πιο απόμακρη σκέψη της.
Το λουλούδι στα χείλη της θαμπώνει του Θεού το βλέμμα.
Με φέρνουν εδώ οι σκιές της Θεάς και της πουτάνας.
Να ζήσω αιώνια εκεί, στο πορτοκαλί του άπειρου, με τη ζωή της Θεάς, με τους καρπούς της πουτάνας.
Στο κάστρο που υψώνεται να φτάσει τ’ αστέρια, στου φεγγαριού το φως λουσμένο όμορφο γυμνό κοριτσιού κορμί.
Δυό διάφανα κομμάτια ύφασμα μαύρο με παράξενη υφή, να αιωρούνται μπροστά μου νωχελικά. Λάγνα.
Μια Θεά και μια πουτάνα.
Γιώργος Χρηστάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου