Έτσι είναι η ζωή






Μια ιστορία που δείχνει πως ο άνθρωπος αρχίζει να αναγνωρίζει την αξία της ζωής και να της δίνει νόημα, μόνο όταν συμβεί κάτι πολύ σημαντικό που επηρεάζει τη ζωή του (αρρώστια, μια ατυχία κλπ). Τότε αρχίζει να σέβεται και τη ζωή αλλά και τους ανθρώπους γύρω του. Τότε παύει να χλευάζει με τόση ευκολία  ότι κινείται. Τότε αρχίζει να σέβεται πολύ περισσότερο τον ίδιο του τον εαυτό. Κατεβαίνει τότε από το βάθρο της μοιραίας ψευδαίσθησης του "ανώτερου", από το οποίο ως τώρα δασκάλευε, έκανε διακηρύξεις, έδινε οδηγίες, ήταν απόλυτος για όλα μέσα στη νιρβάνα της ψεύτικης κυριαρχίας, και των επευφημιών της αυτοεξαπάτησής του, σκεπάζοντας απλά τη μιζέρια του που είχε βαφτίσει "κυριαρχία στην ευτυχία τη δική του και των άλλων".
Τότε λοιπόν χαμηλώνει ξαφνικά, αρχίζει να βλέπει καθαρά το μοναδικό αληθινό φως που είχε δει ποτέ του. Τότε ανακαλύπτει ξαφνικά τα τεράστια αποθέματα δύναμης που έχει, κι αποφασίζει να πορευθεί πια στη ζωή έξω από τη μιζέρια του εφήμερου που ζούσε ως τότε, παραμερίζοντας τα χέρια που τον σήκωναν ψηλά, αυτά τα αδύνατα χέρια που με κόπο τον κρατούσαν στην κορφή που είχαν φτιάξει για αυτόν.
Τότε καταρρέουν οι χάρτινοι πύργοι, κι ο δρόμος ν' ανακαλύψει την αλήθεια είναι πια ανοιχτός.
Κι εύχεται πάντα να είναι εκεί μια μικρή αναποδιά να τον συνοδεύει, για να μπορεί έτσι να γίνεται όλο και καλύτερος μαχητής.
Γιατί μέσα από τέτοιες μάχες καταλαβαίνεις καλά πως έχεις πια κουραστεί κι έχεις βαρεθεί να είσαι κακός, και να είσαι καλός.

Γιώργος Χρηστάκης

Η ιστορία

Ψάχνoντας να νοικιάσω ένα χώρο, επαγγελματικό, χτύπησα το κουδούνι σε μια πάροδο της Ιεράς Οδού.
Ερημιά γύρω, χωράφια, σπίτια με Τσιγγάνους, ένα μηχανουργείο, πιο κει τα μπορντέλα.
Ήταν ένα κτίριο με τέσσερα πατώματα, βιομηχανικού ύφους, γκρίζο και ωραίο στην ασκήμια του. Μου άνοιξε ένας άντρας στα 50.
Ψηλός, δεμένο σώμα απ’ τη δουλειά, μελαχρινός, άλλοτε ωραίος.
Είχε ήμερο βλέμμα και μια φωνή που ξεθύμαινε βαθμηδόν σε κάθε πρόταση, σα να του τελείωνε ο αέρας. Κάτι κουρασμένο.
Ο χώρος ήταν 200 τετραγωνικά με μηχανές πλεξίματος και λόφους από μαλλί, που μετά βίας παραμέριζες. Από το ταβάνι, πυκνά, κρεμόντουσαν τα έτοιμα πλεκτά, άτσαλα τα πιο πολλά και ξηλωμένα.
Το φως της τζαμαρίας, από το δρόμο και το χωράφι του ακάλυπτου, έφτανε μόλις στο κέντρο, όπου καθίσαμε σε δύο καρέκλες.
«Το δίνω», μου είπε, «γιατί έπαθα εγκεφαλικό. Δουλεύω 25 χρόνια εδώ πέρα.
Στην αρχή ήταν καλά, μετά η δουλειά έπεσε. Στην Ολυμπιάδα πιστέψαμε όλοι ότι θα αναθαρρήσει η αγορά, βάλαμε τα δυνατά μας, τίποτα δεν πουλήσαμε. Είχα άγχος, χρέη-τσάκισα.
Αλλά έτσι είναι η ζωή. Δεν έχω παράπονο.»
-Τι θα κάνεις τώρα; τον ρώτησα.
«Έχω στη Ζαχλωρού ένα μικρό σπίτι, σαν εξοχικό. Θα πάω εκεί. Μ’ αρέσουνε οι κήποι. Θα φυτέψω λάχανα, ντομάτες.... Θα ξεκουραστώ. Πούλησα ό,τι είχα, ξεχρέωσα, ξεμπέρδεψα. Κι από μιάν άποψη, ευτυχώς που ήρθε η αρρώστια, για να κοντοσταθώ∙ αλλιώς έτσι θα πήγαινε δίχως νόημα, ως το τέλος».
Δεν τον ρώτησα, αλλά μου φάνηκε ανύπαντρος. Φορούσε ένα μπλε, φθαρμένο πόλο. Μιλούσε με ευγένεια και ταπεινότητα, και ήταν σα να έχει συνείδηση κάθε λειτουργίας του, σα να ελέγχει κάθε μόριο του κορμιού του.
Ελάχιστοι άνθρωποι μου έχουν δώσει τέτοια αίσθηση αυτοκυριαρχίας. Μου είπε ότι έφτασαν να δουλεύουν εκεί μέχρι και 15 άνθρωποι. Ήταν σαν οικογένεια. «Εμείς και τα αγρίμια».
-Και πόσο καιρό έρχεσαι εδώ και κάθεσαι;
«Τρεις μήνες»
-Και πώς περνάει η ώρα σου;
«Τακτοποιώ»
-Αφού θα το αδειάσεις.
«Μέσα μου. Να κλείσουν όλα. Να πάω ξέγνοιαστος στη Ζαχλωρού. Να το νοικιάσεις κι εσύ που φαίνεσαι καλό παιδί, να ησυχάσω. Κι ούτε θα έρθω ποτέ να σε ενοχλήσω».
Μέσα στο λοφτ, είχε με ξύλα φράξει μια μικρή γωνία που είχε σα σπίτι.
Ένα κρεβάτι, ένα κομό, μια τηλεόραση, νεροχύτη. Εκεί είχε και το μπρίκι. Πήγε για να μου ψήσει ελληνικό καφέ. Είχε αβέβαιο βάδισμα, ονειροπόλου. Το ένα πέλμα του σερνόταν. Τόση ήττα, τόση καλοσύνη...
Ήπια στα γρήγορα τον καφέ και βγήκα έξω. Περπατούσα μές στα ερείπια και στα χωράφια, μέχρι που ξεθύμανα.
SHARE

Γιώργος Χρηστάκης

Welcome.

  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
  • Image
    Blogger Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου